Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014 0 comments

Μια στάση...

Δίχως μνήμη, τυχαία ίχνη από θύμησες με οδηγούν στη θάλασσα. Απλώνεται το βλέμμα στις μπούκες, στα γλαροπούλια, στους αφρούς. Έρχονται ήχοι από κιθάρες και μυρωδιές από πυρκαγιές. Όλα σαν ίδια, μα όλα άλλα. Κι εγώ μικρότερη και πιο λευκή. Με τα μαλλιά μου πάντα ξέπλεκα, μισοριγμένα σ’ ένα σκούφο. Ατενίζω. Αφήνομαι…

Τριγύρω ξένοι, με τα παράξενα θολά τους μάτια και τις αχόρταγες ορέξεις. Πλήθη άγνωστα. Ελκύονται. Αναρωτιούνται. Εγώ αιθέρια, αερικό, ενώνομαι με τον ορίζοντα. Δεν ανήκω. Δε μ’ ορίζουν οι δρόμοι. Χαρίζομαι στο βαθύτερο εαυτό μου, μόνον αυτός να με πηγαίνει. Φωτεινός και άφθαρτος, περιδιαβαίνει ανθρωπογειτονιές συλλέγοντας εικόνες.

Κάποιες στιγμές, οι ενέργειες με πλημμυρίζουν. Τις πιο πολλές, όμως, παλεύω να τις περισώνω. Μαχόμενη κατάλαβα πως η γαλήνη είναι παγίδα κι η ύπνωση η τιμωρία της. Γι αυτό κινούμαι. Πειραματίζομαι. Ρίχνω τη σκέψη στα βαθιά, και κολυμπώ τη γύμνια μου. Στον πόλεμο που βιώνω, οι πανοπλίες είναι άσκοπες. Το φως – μόνον αυτό – ασπίδα μου και δόρυ.


Στέκομαι ακόμα λίγη ώρα στο Λιμάνι. Πίσω απ’ την πλάτη μου σκιές. Γκρίζα ονόματα με σκούρα πρόσωπα. Στάχτες του χθες που δεν γνωρίζω. Δεν προσπαθώ να θυμηθώ, και μου χτυπούν τις πόρτες! Δε δοκιμάζω να χαθώ, και μου φιλούν τα μάτια! Δε θέλω πια να μ’ ακουμπούν, και μου τσιμπούν το δέρμα! Δεν νιώθω τίποτα απ’ αυτά: περαστικά κι αδιάφορα. Πάνω στην πλάτη μου φτερά. Μπροστά μου μόνο χρώματα. Η μεταμόρφωσή  μου μ’ έφερε ως εδώ και θα με πάει παραπέρα. Κι εκεί δε θέλει αποσκευές: τις βρίσκεις στην πορεία.

Γι αυτό σου λέω, ξένε, αδίκως με κοιτάζεις. Εγώ κι εσύ, δυο κόσμοι ξέχωροι. Όσο μακριά φαντάζεσαι, ακόμα τόσο είσαι. Κι αν τύχει και σου φάνηκα πως έμεινα ακίνητη, ήταν για να θαυμάσω αυτό το κάδρο. Ίσα να ξεντυθώ μέσα σ’ αυτό. Να ξεδιπλώσω τη μορφή μου. Να ενωθώ. Να εκφραστώ. Για να τ’ αφήσω πάλι πίσω μου γοργά κι έτσι ελεύθερη, χωρίς απωθημένα, να στρώσω νέο μονοπάτι.