Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013 0 comments

Ayurveda

Το πρωινό μετά από μια βραδινή μελαγχολία νιώθω σα μουδιασμένη. Τι κι αν κοιμήθηκα επαρκώς: τα κατάλοιπα της εγκεφαλικής υπερδιέγερσης πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρόντα. Νιώθω την ανάγκη να περιτριγυριστώ από θετική ενέργεια...

Καθώς τα ακροδάχτυλα εναγκαλίζουν το γυάλινο περιτύλιγμα μιας νέας αχνιστής αίσθησης, μακαρίζω τα μαύρα φύλλα Ασσάμ που εγκατέλειψαν τις όχθες του Βραχμαπούτρα για να λυτρωθούν στη διψασμένη κούπα μου. Αφήνω τον εαυτό μου να διαλογιστεί κατά τη σύγχρονη βράση του πράσινου μάτε. Χαμηλώνω τα βλέφαρα. Το εκχύλισμα του κράνου με παρασύρει. Αγγίζω τις προεκτάσεις της αυτογνωσίας μου: είμαι ζωντανή.

Χαζεύοντας το σκοτεινιασμένο ουρανό, επιλέγω να δοθώ στιγμιαία στη φευγαλέα σκέψη ότι το στερέωμα συμπάσχει μαζί μου. Στο κατόπι της σκέψης μου, ξεκινούν να με πλημμυρίζουν ανάμεικτα (κι ανόρεχτα) συναισθήματα. Ελάχιστες ώρες προτού το έτος αναπαυθεί για πάντα στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, κι έχω μείνει πρώτη μου φορά με τα πορτόφυλλα ορθάνοιχτα. Κι όμως: ίσα που καταφέρνει η ανατολή να στείλει μερικές απ’ τις ηλιαχτίδες της προς το μέρος μου. Μειδιάζω γλυκερά.

Η επόμενη γουλιά αναμενόμενη∙ σχεδόν επετειακή: σαν άξαφνα κάλαντα φυσούν κατά πρόσωπον ιδέες που συνθέτουν ένα σύντομο απολογισμό. Στήνεται πρόχειρα μια ανεπιτήδευτη πομπή που περιδιαβαίνει ήρεμα τις μέρες και τους μήνες. Σεμνά και σταθερά πλησιάζει ως τα σήμερα: δίχως ζώα με χρυσοποίκιλτα ριχτάρια ή περιττές φιοριτούρες. Δίχως ψίχουλα πισωγυρίσματος ή άστοχα ροδοπέταλα. Ήρεμα και στρωτά, σα χορός έξω από τραγωδία, κορυφώνει ένα συναίσθημα ανακούφισης. Για την απευκταία στασιμότητα που δεν υπάρχει. Για τοξικότητες που δε λιμνάζουν πια. Για όσα ήθελα κι έχασα. Για όσα μπόρεσα και κέρδισα. Για το κάθε φέτος και καλύτερα.

Όσο καθάρια και να ’ναι η πρόθεση, όλο και κάποια κατακάθια μένουν. Έτσι, ο πάλαι ποτέ πάλλευκος πάτος του φλιτζανιού, στέκει τώρα βαμμένος από χορτάτους ιριδισμούς. Αμέσως μόλις απεμπλακώ από τη συνομιλία μου με τούτο το σύγνεφο που σέρνει ο αγέρας, θα τον ιάνω τρυφερά μες τα ζεστά της βρύσης. Όσα κι αν έρχονται, όσα κι αν φεύγουν, κρατώ σφιχτά για μένα τούτο: είμαι ο ουρανός – όχι ο καιρός που ξετυλίγεται μέσα του.
Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013 0 comments

Ως τότε, λοιπόν…

Δευτερόλεπτα προτού η ψηφιακή μου πέννα αγγίξει το πάλλευκο ηλεκτρονικό χαρτί, το μυαλό μου κατακλύζεται από βόμβους σκέψεων. Πριν συναντηθώ με την πρώτη μου λέξη, νιώθω εκτεθειμένη σε έναν υποβόσκοντα πανικό∙ αδύναμη∙ σχεδόν ανίκανη ν’ ανταποκριθώ στο κάλεσμα της έκφρασης. Λες και γράφω για πρώτη μου φορά: ανοίγω διάπλατα τα μάτια περιμένοντας να με εμβολίσει η έμπνευση, σε μια αδηφάγα πνευματική συνουσία με τον εαυτό μου…

Κι είναι κι οι σκέψεις μου βαριές, σα να τις συγκρατούν αόρατες πλην ατσαλένιες κλωστές∙ η κατακραυγή ενός αόρατου μελλοντικού αναγνώστη∙ το βάρος μιας καλοδουλεμένης γνώμης∙ το θράσος μου να συμπιέζεται κάθε που βυθίζομαι στα στεγανά της σκέψης μου∙ οι ανασφάλειες να μου κατακλύζουν τα ρουθούνια. Πνίγομαι στην έκσταση, μα κρατώ το βήμα. Και όταν η ανάσα μου κοπεί, όταν το μυαλό μοιάζει να μην οξυγονώνεται πια, ξέρω πως ήρθε η κρίσιμη ώρα να πατήσω το πλήκτρο για πρώτη φορά: το πρώτο μου γράμμα – το πρώτο μου βήμα προς την εξιλέωση!

Κάθε φορά που διαπερνώ το κατώφλι της εκφραστικότητας, στρέφω το βλέμμα προς τα πίσω. Θες από ένστικτο, θες από συνήθεια, κάνω απολογισμό κι αυτοκριτική μαζί, ενόσω θωρώ το σκοτεινό δωμάτιο με απορία κι αγανάκτηση. Ποιά είναι, τάχα, αυτή η σκιά που άφησα πίσω μου βγαίνοντας; Μοιάζει με άγαλμα έτσι βουβά καθισμένη έμπροσθεν της οθόνης. Πόσο ξένη μου φαίνεται καθώς κοιτάζει το κενό με τα χέρια ανάπηρα! Πόσο υποταγμένη στην αποχαύνωσή της! Εάν μπορούσα να τη συναντήσω, εάν η δική της εξαΰλωση δε σήμαινε τη δική μου αυτόματη πραγμάτωση, θα της το έλεγα κατάμουτρα. Θα μάζευα τις ανάσες μου, θα γούρλωνα τα μάτια και θα της ούρλιαζα κατά πρόσωπον: Ευτυχώς που μπορείς και πεθαίνεις πού και πού, για να βιώνω το θαύμα της ύπαρξης…

Από την άλλη σκέπτομαι πως, ακόμα κι αν μου δινόταν μια τόσο εξώκοσμη ευκαιρία, ίσως να μην το αποτολμούσα τελικώς. Όσο κι αν της κακιώνω που εξουσιάζει την ύπαρξή μου, όσο κι αν με συγχύζει η οκνηρία της, κατά βάση τη συμπονώ∙ σχεδόν τη λυπάμαι. Είναι, βέβαια, μεγάλη ατυχία να σου λάχει για μάνα ένα πλάσμα τόσο αδύναμο ώστε να σε ωθεί να γεννηθείς μονάχος σου∙ είναι εξοργιστικό , μέχρι και άδικο. Κάποιοι, όμως, λένε ότι έτσι γίνεται η αξία σου επίκτητη∙ αναμφισβήτητη∙ αδιαπραγμάτευτη. Κουραφέξαλα. Εμένα μου αρκεί που βιώνω γνήσια και χωρίς διακοπές τις ελάχιστες στιγμές που έπονται της ηρωικής απελευθέρωσής μου!

Ελευθερία: έννοια απολύτως εφήμερη∙ λαμβάνεται ως δεδομένη επί της αρχής και επί ματαίω. Ένα δροσερό αεράκι που πότε στο φυσάν έξωθεν, πότε το γεννάς μονάχος. Μα πιο συχνά που σου παραπέφτει σχεδόν επίτηδες, ίσα που να σε κάνει να φέρνεις γύρα τα παραγώνια τρελαμένος. Ακόμα κι όταν στη δίνουν, φυλακισμένος νιώθεις: θα πάρει χρόνο για να δεις πως οι ελευθερίες φορούν πολλά καπέλα κι οι άνθρωποι δικές τους μάσκες – πού να χωρέσουν σε μια σκούνα τόσοι τρανοί καπεταναίοι; Έτσι κι εγώ, ενσυνείδητα, όταν σκολάσει η ώρα, παίρνω το δρόμο της επιστροφής στο βουβό και υγρό κελί μου.

Ο γυρισμός στην κέρινη μονοτονία της σιωπής δε συνοδεύεται από τούμπανα. Ούτε με περιμένει τίποτε στο αιώνιο κελί μου∙ ποτέ κερί∙ μηδέ κρεβάτι. Εκεί που λένε ότι μου πρέπει, εκεί κι εγώ κρεμιέμαι απ’ τα μαλλιά. Σα να’μουνα στολή∙ σα να’μουνα φουστάνι. Θα περιμένω την επόμενη φορά που θα μου ανοίξουν τη ντουλάπα για να βαδίσω προς το φως. Ένα βήμα τη φορά: να φύγει ο σκόρος, ν’ αεριστεί η ψυχή. Ως τότε, λοιπόν…
Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013 0 comments

Σινέ «Άνεσις»

Το κυνήγι της Ανέσεως: μια κυκλική πεζοπορία στους πρόποδες της ουτοπίας. Κοιτάς τις παρυφές με  έπαρση και κοροϊδεύεσαι πως τάχα ανηφορίζεις. Βυθίζεις την αντίληψη σε άλατα ηδονής, κρατώντας τη σταδία κατακόρυφη. Μα η ανύπαρκτη υψομετρική διαφορά σε μηδενίζει. Και έτσι πεισμώνεις. Μηδενικό, εσύ, μέσα στον προσωπικό σου αναχρονισμό, δε βρίσκεις άλλο παρά να κακιώσεις στην Τύχη που δεν σε προσέτρεξε, κερνώντας προσβολές τη Συμπαντική συνομωσία. Κι ο κόσμος μετρά άλλη μια κουλούρα, καθώς σφαλίζεις το βλέμμα σου στη Δύση αποκαμωμένος.

Σου το ‘χα πει όταν σε πρωτοαντίκρισα∙ εκείνο το αναπόφευκτο απόβραδο όπου μαγεμένοι απολαύσαμε την εμπνευστική δροσιά που μας μετέφερε στο σώμα η υγρασία απ’ το παγκάκι του Σταθμού. Τότε ακόμα ανταλλάσσαμε κουβέντες άμεμπτες∙ ποιητικές. Τότε συλλογιζόμουν φωναχτά μέσα απ’ το δανεικό μου σκούφο, για να ξορκίσω τα ουρλιαχτά του παρελθόντος μου. Εσύ τι έκανες δε μάθαμε ποτέ, όμως εσύ δεν είσαι το θέμα μας πλέον: το θέμα είναι η άνεση που αποζητούσαμε κι οι δυο, γιατί πιστεύαμε τότε σε λιμάνια, την ώρα που καθίστατο σαφές ότι ο ήλος ανέτειλε και έδυε μονάχα μεσοπέλαγα.

Θα σου το πω και τώρα, λοιπόν, με πιο απλές αράδες: πάψε την πεζοπορία∙ νισάφι τόση διαδρομή. Αυτό που δήθεν κυνηγάς με το σώμα σου, κορέστηκε απ’ την τοξικότητα του πνεύματος. Οι άνθρωποι λιγοστεύουν. Οι σκέψεις φθίνουν! Οι προσεγγίσεις συγκλίνουν! Πώς καταδέχεσαι ν’ αντικρίζεις την όψη σου, γνωρίζοντας πως με τις επιλογές σου γίνεσαι μια στείρα αποστράγγιση του εαυτού σου; Ούτε ο κόπος σου αξίζει∙ και το χρόνο σου μάταια τον δαπανάς. Πώς το μπορείς να γίνεσαι έρμαιο της άνεσης αρνούμενος να την ξεπεράσεις; Δε νιώθεις εγκλωβισμένος; Δε νιώθεις μισότρελος;

Είναι φορές που, όσο κι αν μιλώ, με όσο σθένος κι αν πληγώνει το μολύβι τ' άστεγα χαρτιά, σα να εξαϋλώνονται οι φράσεις και να ξεθωριάζουν τα γράμματα. Αυτό το αίσθημα με νικά τώρα: με κάνει να θέλω να επεξεργαστώ την προτροπή μου...

Γιατί είναι η άνεση υπόγειος αγωγός λυμάτων∙ μια σαδιστική πλανεύτρα του συρμού. Σκιά σαρκοβόρα, με όρεξη ακόρεστη, ζει για να σε περιτριγυρίζει οσμιζόμενη την ψυχική σου αδυναμία. Σα δήθεν τεθλιμμένη εκδιδόμενη, ανοίγει τις αγκάλες της για να σε περιθάλψει∙ άκρα καπνιστά και σκιώδη σε κατακλύζουν, μαύρες νεραΐδες σε οδηγούν στην αποχαύνωση. Πόσες φορές κι εγώ δεν της άνοιξα την πόρτα μου... Πόσες βραδιές δεν τη φιλοξένησα στον οίκο μου... Πόσα ματωμένα πρωινά δεν της παραδόθηκα άνευ όρων, μην τυχόν και αντιμετωπίσω τις σκέψεις μου…

Δε μετανιώνω που την αγάπησα: έμαθα από αυτήν τόσα και σπουδαία, ώστε την ευχαριστώ και που με πλήγωσε ακόμα. Ούτε, όμως, μετανιώνω που την εγκατέλειψα. Στιγμή!

Σε μια χαραμάδα του παρόντος που όλοι και όλα μου είναι αρκετά, δεν κράτησα τίποτε για να θυμίζει εκείνο το άστοχο ασφαλτοστρωμένο ίσωμα όπου ζούσα. Στους Σταθμούς της ζωής δεν εγκαθίστανται, βέβαια, παγκάκια. Κι έχω αποκτήσει την παράτολμη συνήθεια να διαβαίνω σκάλες ώστε να ηρεμώ. Αν τα σκεφτείς αυτά εσύ, σήμερα, με το δικό σου το μυαλό, μάλλον θα πεις ότι δεν έχω και πολλά για να καυχιέμαι. Έχεις κι εσύ τα δίκια σου. Απολείπειν ο Θεός.

Κι έτσι, στεγνά, θα πάρω πίσω το στοχασμό μου. Απότομα και κοφτά, όπως τον έφερα. Σα να ‘μαι σύγνεφο που ισορροπεί σε ηλιαχτίδες, θα φύγω από το διάβα τους για να σου γυρίσω το πολυπόθητο φως∙ δεν ήταν καν δικό μου απ’ την αρχή: γιατί να στο στερώ άλλο;

Ας φεύγουν, λοιπόν, οι παρείσακτοι με τις ενοχλητικές τους σκέψεις, μήπως τρυπώσει γλυκά στο νου σου η παιχνιδιάρα ελπίδα ότι χάρη σε αυτό το φως θα λουστείς με σοφία ώστε να εξελίξεις την ύπαρξή σου, αντί να βολευτείς πιο αναπαυτικά στο μικροκλίμα του παρόντος σου.
Είπαμε: την άνεση απαρνήθηκα∙ όχι το ρομαντισμό
Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013 1 comments

Μετά το «Κορίτσι που Διαβάζει» τι;

Όχι άλλο νερό στο Μύλο της Εσωστρέφειας. Αρκετά! Κι ούτε να αναλωθείς πια στην απόδοση ευθυνών. Αν, πάλι, επιμένεις, αρνούμενος να ησυχάσεις εάν δεν τιμωρηθούν οι ιθύνοντες νόες, τότε να σε διευκολύνω εγώ: σταμάτα ότι κάνεις και στερέωσε το βλέμμα στον καθρέφτη. Σου χρειάζεται επειγόντως αναστοχασμός. Διότι απεδείχθησαν άκαρπες οι χλιαρές προσπάθειες του κυρίου Warnke μήπως και κάπως αποθαρρυνθείς. Κι ήσουν εσύ και μόνον εσύ που, κόντρα στις στατιστικές και το ανάδρομο σύμπαν, πήρες την απόφαση να δοκιμάσεις την τύχη και τις δυνάμεις σου, βγαίνοντας με ένα «κορίτσι που διαβάζει»

Δε λέω: ήταν ο νόστος ζηλευτός και το ταξίδι τόσο ταλαίπωρα πληρωτικό, όσο στο είχαν περιγράψει. Διότι – κακά τα ψέματα – δυσκολεύτηκες, αδερφέ. Πιέστηκες. Ίδρωσες. Ζοχαδιάστηκες. Όχι μόνο επειδή το τόλμημα προσομοίαζε στις ειρωνικές περιγραφές του συγγραφέως. Αλλά και γιατί ήταν, πράγματι, αυτό που ο απλός λαός (από τον οποίο – μέσα στη μεγαλοσύνη σου – νιώθεις ξεκομμένος) αποκαλεί «εμπειρία ζωής».

Η πρώτη αλληλεπίδρασή σου με το «κορίτσι που διαβάζει» ήταν γεμάτη συγκινήσεις. Ένα κράμα από ψυχικές φορτίσεις, πνευματικές αναζητήσεις και συναισθηματικές ενδοσκοπήσεις. Ένα συνονθύλευμα στιγμών τόσο διακριτών μεταξύ τους ώστε, σήμερα που μιλάμε, έχεις φτάσει σε σημείο να νιώθεις πως βίωσες την πλήρωση και ότι, παρά την αστοχία σου, – διότι όλοι αποτυγχάνουν την πρώτη τους φορά – βγήκες από αυτή τη διαδικασία πιο ώριμος, πιο ρωμαλέος και πιο έτοιμος για το δια ταύτα από ποτέ.

Το «κορίτσι που διαβάζει» ήταν, όντως, μια αποκάλυψη. Προέβαλλες επάνω της τις επιθυμίες σου, κι εκείνη ανταπέδωσε με την αντίληψη, την κατανόηση και την αποδοχή της. Έχτισες στα πόδια της τις προσδοκίες σου, κι εκείνη – αντί να τις ποδοπατήσει – τις διακόσμησε με μαγεμένα λιογέρματα και μοσχοβολιστές κληματίδες. Απελευθέρωσες τις καταπιεσμένες ορμές σου, κι εκείνη τις έθρεψε πανώριες, με τη φροντίδα και τη μπόλικη ζεστασιά της. Μαζί της δεν ήσουν, πια, αντικείμενο των καινοφανών ορέξεων των σύγχρονων παλλακίδων, ούτε εξαρτιόσουν από τις γήινες απαιτήσεις τους. Δίπλα στο «κορίτσι που διαβάζει» έγινες Μαχητής και Κουρσάρος. Κι αυτή αποδείχθηκε για το μυαλό σου Μπουρλοτιέρισσα και Λαίδη μαζί.

Ω, ναι! Το «κορίτσι που διαβάζει» έχει το μαγικό ραβδί της πραγμάτωσης των ονείρων: τη στωικότητα και την πυγμή να μετατρέψει τα τετριμμένα σε εμπειρίες. Διότι είναι λαμπερός πανδέκτης εκφράσεων και ψημένος αλεστής εμπειριών. Με αυτά της τα ταλέντα τάισε με περισσό ενδιαφέρον την αστείρευτη περιέργειά σου, γι’ αυτό και θα την κουβαλάς μέσα σου εφεξής, προσδίδοντάς της (νοερά) θεϊκές διαστάσεις. Μεταμορφώθηκες. Γι’ αυτό τη λάτρεψες. Και γι’ αυτό την έχασες.

Ξέρω: δεν έχω δικαίωμα να προκαταβάλλω, ούτε να γενικεύω. Και για όσο θα εκφράζω τις απόλυτες υποθέσεις και τις σοφιστίες μου έτσι απροκάλυπτα, η άποψή μου θα χάνει πόντους αντικειμενικότητας και αξιοπιστίας. Άλλωστε, ποια είμαι εγώ που προεξοφλώ την έκβαση της προσπάθειάς σου; Γιατί, δηλαδή, να μην ανήκεις εσύ στην κατηγορία των ανδρών (εάν υπάρχει τέτοια) οι οποίοι «επιτυγχάνουν με την πρώτη»; Και γιατί να μη σου αρκεί η πρώτη υποψήφια αναγνώστρια-πριγκίπισσα ώστε να «Βασιλέψεις εν ειρήνη»;

Και επειδή είναι άδικο ο νους σου θα κατακλύζεται με τις ανωτέρω υποθέσεις (ή μια πιθανή συνοδευτική ανασφάλεια), σπεύδω να σε συντονίσω με την προσωπική μου οπτική. Διότι άνδρας μεν δεν είμαι, ούτε θεωρώ εαυτόν ειδικευμένο στα ενδότερα του εν λόγω μικροκόσμου. Ως γυναίκα, όμως, από αυτές που – μεταξύ άλλων – διαβάζουν κιόλας, θεωρώ καθήκον μου να σε ενημερώσω για το εξής: το «κορίτσι που διαβάζει» δεν το έχασες επειδή δε σου αρκούσε. Το έχασες επειδή εσύ ήσουν ανεπαρκής. Και αποδείχθηκες τέτοιος διότι υπήρξες για χρόνια συναπτά – προτού την επιλέξεις – ψυχικά και συναισθηματικά αδούλευτος.

Ακόμα κι όταν έφτασες στο κατώφλι της – τυχαία ή μη – σφυρίζοντας αδιάφορα και προβάλλοντας τις εμμονές σου, ακόμα κι αν εκείνη σε περιμάζεψε βοηθώντας σε να προσδώσεις βάθος και λόγο ύπαρξης στις επιφανειακές εκφάνσεις σου, τούτα και μόνο δεν αρκούσαν για να την κρατήσεις. Το «κορίτσι που διαβάζει» ήταν, μεν, για σένα ένα εντατικό μάθημα εκμάθησης ψυχικής ισορροπίας. Ως τούτο, όμως, ενέχει τον εξής περιορισμό: παρ’ ότι έντονο, ταχύρυθμο και συχνά αρκετό ώστε να επιτύχεις άπαξ στην τριμηνιαία εξέταση, δίχως σταθερή προσωπική ενασχόληση για να αγγίξεις τη μετέπειτα εμβάθυνση δε θα πας μακριά.

Το πρώτο σου «κορίτσι που διαβάζει» σου άνοιξε το δρόμο (και τα μάτια) ώστε να προσεγγίσεις το μονοπάτι της ζωής σου διαφορετικά. Εκεί που νόμιζες ότι όλα βαίνουν καλώς και επί της ευθείας, σου παρουσίασε – προτού σε αφήσει, πάντα – μία εναλλακτική προσέγγιση. Κι όταν ολοκλήρωσε την ομιλία της, αποκαμωμένη ως ήταν απ’ την υπομονή και την υπερπροσπάθεια, κατέβασε τα μυρωδάτα βιβλία της στο δρόμο και ξαναρίχτηκε στον κοινωνικό στίβο, για να δοκιμάσει τη δική της τύχη με κάποιον (λίγο έως πολύ) πιο διαβασμένο από εσένα, με μόνη ελπίδα να καταφέρει να φτάσει σε σημείο να εισπράττει πολύχρωμα και ελπιδοφόρα μηνύματα, και όχι πια το μονότονο αίτημά σου για αέναη προσπάθεια – αυτό το υποβόσκον βασανιστήριο στο οποίο την υπέβαλες καθημερινά – μέχρις ότου αποφασίσεις (όπως - όπως) να συμμαζευτείς.

Τι επιλογές, τώρα, έχεις εσύ από δω και πέρα; Πολλές και διαφορετικές. Μπορείς να κρατήσεις την εμπειρία που σου προσέφερε το πρώτο σου «κορίτσι που διαβάζει», γεμίζοντας με αναμνήσεις το λεύκωμα των επιτευγμάτων σου και να επιστρέψεις «ανανεωμένος» στην πρότερη κατάσταση: άλλωστε το πείραμα επέτυχε, παρ’ ότι ο ασθενής απεβίωσε. Εναλλακτικά, μπορείς να οπλιστείς με θάρρος για την επόμενη πρόκληση, και να αναζητήσεις ένα δεύτερο «κορίτσι που διαβάζει». Με δεκανίκι τα σκονάκια από την πρώτη σου Χιροσίμα (κι αφού χειρότερα δε γίνεται), θα χρειαστεί να διασχίσεις με αυταπάρνηση την κοιλάδα του προσωπικού σου Βατερλό, για θα πέσεις ηρωικά αντιμαχόμενος την πιθανότητα να έχεις μάθει αρκετά την πρώτη φορά ώστε να αποδόσεις καλύτερα τη δεύτερη. Υπάρχει, βέβαια, και η τρίτη επιλογή. Έχοντας, όμως, πει τα παραπάνω – με δεδομένη την έως τώρα πορεία σου – και πλημμυρισμένη από απόλυτο αίσθημα υπευθυνότητας μπροστά στο πόνημά μου, διατηρώ σοβαρότατες επιφυλάξεις, και διστάζω να στην αναφέρω καν…

Διότι το «κορίτσι που διαβάζει» είναι, βέβαια, μια εξαιρετική περίπτωση ανθρώπου, με σπουδαία χαρίσματα. Δικαίως, λοιπόν, (κατ’ εμέ) την επέλεξες εξ’ αρχής. Αφουγκράζεται. Αναλύει. Αντιλαμβάνεται. Συλλέγει. Και ακριβώς αυτά της τα στοιχεία ήταν που της επέτρεψαν (για όσο καιρό άντεξε) να συντονιστεί με την ψυχοσύνθεσή σου. Διότι το «κορίτσι που διαβάζει» είναι δέκτης. Και ως δέκτης αναλαμβάνει εξ' ολοκλήρου τον κρίσιμο (πλην μονοδιάστατο) ρόλο να σε εισπράττει διαρκώς, ενόσω εσύ αυτοαναιρείσαι ακατάπαυστα μέσα στο πολυφορεμένο προσωπικό σου φολκλόρ, μέχρις ότου καταλήξεις στο πρώτο (και πολυπόθητο) σημείο της πνευματικής σου τήξης, δίχως να συνειδητοποιείς ότι με τον τρόπο σου ανοίγεις τους ασκούς του Αιόλου.

Προκαλώντας, λοιπόν, το κάρμα σου ώστε να δοκιμαστείς (για πρώτη φορά σοβαρά) στο στίβο της προσωπικής σου πνευματικότητας, ήρθες μεν αντιμέτωπος με ένα πλάσμα το οποίο έχει επί της αρχής την επιθυμία να σε συναισθανθεί. Λίγα πράγματα, όμως, θα μπορέσει να κάνει πέραν τούτου.

Διότι ο δέκτης λαμβάνει μεν, αλλά δεν αποστέλλει. Έχει τη δύναμη να σε αφουγκραστεί ώστε να απελευθερωθείς, αλλά καμία δυνατότητα να εκπέμψει κύματα. Το «κορίτσι που διαβάζει» δεν είναι (και δύσκολα, κατ’ εμέ, θα γίνει) ευλαβικά εντεταλμένο να σε κρατά σε εγρήγορση, πότε ξεκουφαίνοντάς σε με πολεμικά συνθήματα και πότε εξυψώνοντας το εγώ σου με αναγκαίες επιβραβεύσεις. Το «κορίτσι που διαβάζει» θα σε χαϊδέψει τρυφερά, αλλά δεν έχει το σθένος να σε αγγίξει παθιασμένα, σφιχτά και απόλυτα ώστε να διαπλάσει ερωτικές καμπύλες μέσα απ’ τις άξεστες γωνίες σου. Ούτε έχει την πυγμή να πραγματώσει τις βαθύτερες επιθυμίες σου, ή τα κότσια να διασπάσει στα εξ’ ων συνετέθησαν τις μικρότητες, τις απρέπειες και τις κακομαθημένες συμπεριφορές σου. Ο Άγγελος που μόλις γνώρισες (και έχασες) είχε πάλλευκα φτερά για να χαίρεσαι μαζί του τα καταγάλανα ουράνια. Ποτέ του, όμως, δε θα είχε τα κότσια να σε αφήσει να καείς στη συμφορά σου, πέφτοντας μαζί στις στάχτες σου, αποζητώντας να σε θεοποιήσει ώστε να σε λατρέψει και πάλι απ’ την αρχή καθώς θα ανασταίνεσαι…

Τα παραπάνω – αυτά, τα τελευταία, τα πιο περίεργα – θα τα έκανε ένας άλλος εκπρόσωπος του είδους: Το «κορίτσι που γράφει». Ο πομπός. Αλλά αυτό το κορίτσι (που αποτελεί την τρίτη και ύστατη επιλογή σου) – εσένα ειδικά που τώρα ξεκίνησες το διάβασμα – δε στο συνιστώ…
Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013 0 comments

[ TBP ] “The Metamorphosis” and “A Country Doctor”

 

[ Franz Kafka’s “Metamorphosis” ] An entire family experiencing some sort of “group alteration”. Everyone transformed into something so much different from what they used to be. So many concurrent alterations, and yet not everyone managed to change towards the same direction: some gained self-consciousness, while others lost their humanity; some experienced a crescendo, others sank into despair... 

[ Franz Kafka’s “A Country Doctor” ] A seemingly rigid personality losing track of itself. While in the mix up of reality and perception, under extremely stressful (and somewhat paranormal) phenomena, even the world’s most distinguished community members can become circumstantial victims, with nobody left to blame but themselves… 

[ Rationale ] Do people actually “transform” into some sort of “new self”, or do they actually “evolve” as they walk down the valley of self-awareness? Shocking as it might be, I reckon that relationships need this (dramatic nonetheless) evolution more than people involved in them actually know.

We need to experience one’s true colours for our self-realization to advance. Maybe the mere perception of change is no different than reaching a tipping point where we are being asked to re-consider our social, mental and psychological acknowledgement of the world, hoping that - if things prove to have changed in ways we are unable to cope with - we could be excused if we eventually quit trying… 

"Metamorphosis" by Kazuhiko Nakamura

[ Transmogrification ] 

Thirty Moons before my Fall,
I sank into your Mirror;
part of Me to cover up,
part of You to make it up.

There we melted Prejudice,
and kept our troubled Visions;
None of yours could find itself,
none of mine could keep you.

Thirty Suns we saw, and thence
I felt your Transformation.
But mighty Mirroring withstood
perceptive perseverance.

Thus I’m striving up to date,
with none but Blood and Thunder.
to carve the painful Memoire
of what could never Be...
Τρίτη 2 Ιουλίου 2013 0 comments

Οι «Λάθος» Λόγοι

Το απόγευμα που βρισκόμουν στο δρόμο για το Δημαρχείο, η ζέστη και η κυκλοφοριακή συμφόρηση δημιουργούσαν την πλέον αφόρητη ατμόσφαιρα. Τόσο η Φύση όσο και οι Άνθρωποι συνηγορούσαν στην απόλυτη απορύθμιση της ψυχικής μου υγείας. Τουλάχιστον, έστω και παρά τη θέλησή μου, είχε δημιουργηθεί άφθονο χρονικό περιθώριο ώστε να σταματήσω τη μηχανή του αυτοκινήτου για να βαδίσω με τη σκέψη μου τα ασυνήθιστα σοκάκια του μυαλού που τόσο αγαπώ…

Κι ήταν η στιγμή που με κατέκλυσαν τα «γιατί» των ανθρώπων. Οι μικρές και οι πιο μεγάλες αιτιολογήσεις βάσει των οποίων λαμβάνουμε τις τιτάνιες ή λιλιπούτειες αποφάσεις της ζωής μας. Ο λόγος που με έκανε ν’ αλλάξω τη διαδρομή για το γραφείο, ώστε να διαπερνώ το Ζάππειο κι όχι από τη λεωφόρο Καλλιρρόης. Ο λόγος για τον οποίο ξυπνώ νωρίτερα, ώστε να απολαμβάνω ένα ισορροπημένο πρωινό. Ο λόγος για χάρη του οποίου διακήρυξα καθεστώς εμπάργκο στους απανταχού ανελκυστήρες, προτιμώντας ακόμα και τα εκατόν επτά σκαλιά για τον έκτο όροφο. Ο λόγος για τον οποίο αυτός ο Γάμος έπρεπε να λάβει χώρα. Σήμερα, το δίχως άλλο, στο Δημαρχείο.

Σκεφτόμουν, λοιπόν, ότι, καμιά φορά, οι λόγοι που καθοδηγούν τις αποφάσεις μας είναι στρωτοί, αυταπόδεικτοι και εξόφθαλμα συνυφασμένοι με την κοινή λογική. Άλλαξα τη διαδρομή μου ώστε να περνώ από μέρη τα οποία με ευχαριστούν στην όψη. Μετέβαλα τη διατροφή μου, ώστε να φροντίσω την υγεία μου. Ασκώ το σώμα μου έστω και με απλούς καθημερινούς τρόπους, ώστε να ενισχύσω τη φυσική μου κατάσταση.

Άλλες, πάλι, φορές, τα πράγματα μάλλον δεν είναι τόσο ξεκάθαρα. Ποιος ο λόγος να εκβιαστεί η λήψη μιας απόφασης; Ποιες αιτίες μπορεί να είναι τόσο δυνατές ώστε να οδηγήσουν στην ανάληψη ρίσκου; Τι μέγεθος ρίσκου θεωρείται «αιτιολογημένο» και τι «παράλογο»; Ποιος βάζει τα όρια, ποιος κινεί τα νήματα, ποιος απολογείται (και σε ποιον;) στο τέλος της ημέρας;

Προσωπικά, στο εν λόγω θέμα, μάλλον έχω περισσότερα ερωτήματα απ’ ότι απαντήσεις. Μολαταύτα, δεν μπορώ να κάνω τα στραβά μάτια όταν βλέπω τριγύρω μου, ολοένα και συχνότερα, ανθρώπους που αγαπώ ή που γνωρίζω να λαμβάνουν πληθώρα μικρών ή μεγάλων αποφάσεων βασιζόμενοι στους «λάθος» λόγους.

Βλέπω ανθρώπους να πληγώνουν εαυτόν και αλλήλους, στο όνομα της εγωιστικής τους διάθεσης να μην εκτεθούν συναισθηματικά. Γνωρίζω ανθρώπους που εγκλωβίζονται σε επιφανειακούς δεσμούς και στείρες επικοινωνίες, από φόβο μήπως εν τέλει απογοητευθούν, στο δρόμο προς τα ενδότερα. Βλέπω ανθρώπους να οδηγούνται στη λήψη προσωπικών αποφάσεων δεχόμενοι τεραστίων διαστάσεων κοινωνικές και οικογενειακές πιέσεις από αυτούς που ήταν (και παραμένουν) «έξω από το χορό». Βλέπω ανθρώπους άτολμους από οκνηρία. Βλέπω μυαλά κλειστά από σύμβαση. Βλέπω (και ξαναβλέπω) επαναλαμβανόμενα σφάλματα από συνήθεια. Βλέπω μηδενική προσπάθεια από επιλογή.

Κι επειδή οι αριθμοί δεν ψεύδονται, μετά λύπης μου διαπίστωσα ότι οι «λάθος» λόγοι ζουν ανάμεσά μας εδώ και καιρό. Είναι σχεδόν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Είναι τα langoliers που κατασπαράζουν τη συνείδησή μας. Δρουν αθόρυβα κι είναι παντοδύναμοι. Είναι ο πιο συχνός επισκέπτης του κοινωνικού μου σύμπαντος και ο καλύτερος φίλος όσων αδυνατούν (ή αρνούνται) να συνειδητοποιήσουν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Είναι ο τοίχος στον οποίο κουτουλάνε οι προσδοκίες μας, και οι ταμπέλες που αποδεχόμαστε στωικά για τις επιθυμίες μας. Και το χειρότερο: είμαστε εθισμένοι σε αυτούς! Σα να μας άφησαν κάποια στιγμή ελεύθερη τη βούληση ώστε να επιλέξουμε την οδό της Αρετής, κι εμείς νιώσαμε ασφαλέστεροι κατηφορίζοντας το δρόμο της Κακίας. Περιττό, δε, να πω, πως το πλέον κρίσιμο χαρακτηριστικό γνώρισμα των «λάθος» αποφάσεων είναι το γεγονός ότι τα κίνητρά τους αποκαλύπτονται, πάντα μα πάντα, κατόπιν εορτής.

Για να μην τα πολυλογώ, κατάφερα, με τα πολλά και παρά τις πνευματικές μου περιπλανήσεις, να φτάσω στο Δημαρχείο. Ήμουν, δηλαδή, κι εγώ εκεί όταν έλαβε χώρα η πνευματική, πολιτειακή και κοινωνική συνένωση δύο αδούλευτων ψυχών, ενώπιον Αρχών και Οικογενειών. Ήμουν βουβός μάρτυρας κατά την ανταλλαγή πολυφορεμένων όρκων λατρείας και συνοχής. Ήμουν σχεδόν κοινωνός μιας απόφασης η οποία ελήφθη εξόφθαλμα για τους «λάθος» λόγους, την ώρα που οι απανταχού ανθρωπιστές της αιθούσης σφύριζαν αδιάφορα. Κι έτσι κι έγινε και προστέθηκε άλλη μια εγγραφή στη λίστα των ειλημμένων αποφάσεων για τους «λάθος» λόγους. Επειδή είθισται. Επειδή πιεζόμαστε ηλικιακά. Επειδή το επόμενο έτος τυγχάνει δίσεκτον. Επειδή ο Ερμής είναι ανάδρομος και η Σελήνη ευρίσκεται εις τον τέταρτον Οίκο. Επειδή «μπορούμε» (ή «δεν μπορούμε»).

Αναμασώντας το χρωματιστό κουφέτο που επάξια είχα κερδίσει με τη σιωπηρή αποδοχή μου, ελάχιστα λεπτά μετά την ολοκλήρωση της Παραστάσεως, βρέθηκα ξανά στην ανελέητη αγκαλιά του καύσωνα και της συμφόρησης, σχεδόν ανακουφισμένη. Άραγε, όταν έρθει η δική μου σειρά να λάβω αποφάσεις τέτοιου βεληνεκούς, θα είμαι σε θέση να αναγνωρίσω (και συνειδητά να αποδεχθώ) τους λόγους οι οποίοι θα καθοδηγήσουν τις επιλογές μου; Ή θα αφεθώ βορρά στη βολική θηριωδία της πνευματικής οκνηρίας;

«Μάθε σήμερα από τα λάθη των άλλων, μήπως αύριο καταφέρεις να προλάβεις τα δικά σου λάθη», επαναλαμβάνει ο άνθρωπός μου σε κάθε σχετική ευκαιρία. Και, ξέρεις τι; Έχει δίκιο…
Κυριακή 16 Ιουνίου 2013 0 comments

[ TBP ] Manon Lescaut


Paris, mid-18th century: an intriguing destination for time travelers of thought. Who wouldn’t indulge in walking down those magnificent alleys where legend crossed paths with history, thickening a set of plots so retold and yet too mystifying for the modern eye to fully conceive?

Paris is the place where the fearless thinkers of Humanity first confronted their spiteful social habits. It’s the everlasting capital for an omnipresent nation of romantics. An amazing Arena where passion and destiny collided. It couldn’t be but in those streets that Manon Lescaut meets her Chevalier; it’s a fair place for the Chevalier des Grieux to be held eternally captive to the love of his life.


It’s probably some sort of unconscious jaundice coming from the amateur writer in me that managed to prevent me from acknowledging (whole-heartedly and from the start) that an author could actually have meant for all the hidden meanings and interpretations the analysts grant his work with.

How could a relatively short and humbly-narrated story manage to underline the clear distinction between carnal and emotional faith, and at the same time speak out for a woman’s right to define and manage her sexuality? It’s the pre-romantic era for God’s sake, and yet, Abbé Prévost came to shoot down all my medieval convictions by giving me a character so true and fascinating such as Manon: a woman whose sole inheritance was her outspoken passion for life; a lady whose entire graciousness emanated from gratifying her need for pleasure; a persona we never actually get, who’s hard to interpret, that was –yet– granted selfless love for as long as she lived. This book framed my jealousy in so many different ways…


Such a collection of interesting notions I inherited after immersing my head into the fiction of the relationship between Manon and des Grieux. I realized that I don’t know Manon at all, and yet I found it easy in myself to judge her too harshly. Although the story is constantly narrated by des Grieux and all I can see is his point of view –there is not even a description to Manon’s way of speaking her mind– I found myself forming the world’s most sinister opinion around this woman, not long after the very first chapter of the book! I’m positive that this feeling of mine had nothing to do with Abbé Prévost’s intentions: he only managed to show me in the most prolific way how superficial and skin deep I can be, whenever I come across a person who dares in things that I sometimes feel I wouldn’t...

And that shocking idea of mental fidelity as a self-standing form of bonding, totally unrelated to physical contact; what a brain-maze that was! To hear a couple momentarily parley the concept, made it potent in my head! I could even word it my own way: “Worry not, my love, for our hearts are eternally conjoint. I am and always will be your significant other, yet my body needs to take a separate way. But I remain true to you, in a form that no man could ever comprehend or transcribe. I am yours till death do us part, but only by breaking our physical bond can I ensure our survival”. Come to think of it, by not sticking to that initial rule, someone died in the end…

I am not good at analyzing other people’s work; I see that, now. I’m not even disciplined enough to stay within the assignment’s word limit. However, there might be hope that I’m not so bad in analyzing the emotional marks that other people’s art leaves in me. And it’s this story, of the Chevalier des Grieux and of Manon Lescaut, which helped me draw up, still breathing and unharmed, parts of my serenity I thought lost for good.

I’m a better person than I was some time ago, although I retain some substantial amounts of guilt for the moments of weakness in my life when I seem to have ignored the miraculous fact that I, being almost as capricious as Manon, remain blessed with a noble man’s immaculate loyalty and affection.

Σάββατο 15 Ιουνίου 2013 0 comments

Ριζόχαρτο

Το κάρβουνο έτριζε πνιχτά μες τ' ακροδάχτυλα του Αγοριού.
Το μεσημέρι εναπόθετε εαυτόν στην αγκαλιά της ιστορίας,
κι εγώ αναμασούσα μ’ εμμονή την πρωινή μου αερόφουσκα.
Κι ήταν το σκούρο τρίμμα μυροβόλημα για να ξεσκίζει την κλεισούρα,
και το μειδίαμά του άκαμπτο, στο στόχο του δοσμένο:
θα μου σχημάτιζε έναν πρίγκιπα· θα τον απόθετε στον τόπο του·
πτωχό από παλάτια κι άλογα, μ’ ένα τρανό γαρύφαλλο για έγνοια.

Πα στο λευκότατο ριζόχαρτο, χρωματισμοί του μαύρου·
κι εγώ ανυπόμονα κρατούσα τη σειρά στο χτύπημα των ρολογιών.
Και το Aγόρι πάνοπλο, κάρφωνε στη μονοτονία μου ίντριγκες σχημάτων:
δεν είναι, δα, αθώες οι γραμμές σα γίνονται καμπύλες·
κι ούτε οι γωνιές ενδείκνυται να μένουν αναπάντητες.
Του κάκου, όμως, εμμονή: απόκριση δε δόθηκε.

Κι έτσι και έγινε, με μιας, στην τόση αποσύνθεση,
με μια καρδιά πεντάρφανη κι ένα μυαλό στους έξι ανέμους,
κι έμεινε ατέρμονα ατέλειωτο ένα πτωχό μ' αθώο σχέδιο:
βορά εξ’ ημισείας κολπωμένη σε προσδοκία και κατάπληξη.

Κι ο έρμος παρ' ολίγον πρίγκηψ μου, που έτσι δε χάρηκε το βιός του,
παρ’ ότι δεν εκλείψαν απ' τη γη ούτε τα ωραία υλικά μηδέ οι καλοί τεχνίτες,
παρηγορείται ολημερίς, όπως κι εγώ μαζί του, μ’ ένα ριζόχαρτο παρέκει:
στους κόλπους του γεννήθηκε, λαμπρή, η πιο αγνή Βασιλοπούλα.
Κυριακή 9 Ιουνίου 2013 0 comments

[ TBP ] The Fiction of Relationship


The minute I found myself typing the phrase in a distinguished dictionary service, it struck me: I am doing it all wrong. “Define: relationship” I wrote; all I remember from that point onward is a pure need to replace the internet browser’s window with a blank sheet of digital paper. 

I felt it to my mental bone: little can epistemology do in providing with a definition to “relationship” (other than informing me that it’s a twelve-letter noun), in the same way that dictionaries could prove inadequate in covering the multiple aspects of “fiction”.

And it’s this incessant frenzy of our era, urging us to accumulate no more than mere facts and figures, which drove me to hand-pick a direction so irrelevant to begin with: one cannot simply explore terms mentally, unless one allows his emotions to get deeply involved. 

Unless I have actually felt (or am willing to feel) the true dimensions of “relationship”, I am doomed to mentally suffer my way through social self-consciousness; and if I do not refrain from urges forcing me to limit my perspectives to mere paradox or post-modern criticism, I am in no position to distinguish all aspects of “fiction”. 

That said, there's a chance I might see more clearly now:
The “Fiction of Relationship” is not a controversy.
It’s not a principle either.

For all I know, it could be a creative perspective under a humanized form, exhausted by its suffering journey to incarnation, seeking for a sanatorium and a chance to re-invent itself.
It’s a seed I am willing to take in; how it flourishes remains to be seen…
Πέμπτη 18 Απριλίου 2013 0 comments

Να σου πω μια Ιστορία… δανεική;

Όπως κάποια στιγμή περιέγραψαν (σεμνά) οι αδελφοί Κατσιμίχα, «ζούμε τις μικρές μας ιστορίες στο Κέντρο και τις συνοικίες». Κι είναι αυτή η συντομότατη (εντέχνως ασήμαντη) λεπτομέρεια στις παρυφές της στιχουργικής αδείας του δημιουργού, η οποία προκαλεί τη σκέψη μου ακατάπαυστα. Σχεδόν με αναγκάζει -ολοένα και συχνότερα, μάλιστα- να σκέφτομαι  πως, όσο μικρές ή μεγάλες κι αν είναι οι ιστορίες μας, θα τις αδικούσαμε κατάφορα εάν πιστεύαμε πως αποτελούν μία ακόμα καταχώρηση στη λίστα εμπειριών μας.

Κατ’ εμέ, η σπουδαιότερη κληρονομιά των ιστοριών αυτών, είναι το γεγονός ότι μας παρέχουν απλόχερα χώρο και χρόνο για να εξελιχθούμε μέσα από αυτές. Και το επιτυγχάνουν μ’ έναν τρόπο τόσο αέρινο, που δεν είναι λίγες οι φορές που –τόσο απλά– μας χειραγωγούν γλυκά στα δύσβατα (και άκρως επικίνδυνα) μονοπάτια των εντυπώσεών τους.

Οι ιστορίες της ζωής μας, όσο σημαντικές ή ασήμαντες κι αν μοιάζουν στα μάτια μας, συχνά φαντάζουν ότι έχουν τη δική τους προσωπικότητα. Είναι σα μικρές ψυχές μέσα στο πνεύμα μας. Γίνονται κτήμα μας. Γινόμαστε έρμαιά τους. Τις μνημονεύουμε στις εγκεφαλικές μας περιπλανήσεις. Μας μνημονεύουν για χάρη τους οι άνθρωποι της ζωής μας. Είναι τα κατοικίδια στο χρονοντούλαπό μας. Είμαστε οι πρίγκιπες στο παραμύθι τους. Κι όλ’ αυτά συμβαίνουν αυθόρμητα, κι ενόσω προσπαθούμε να επιλέξουμε τον τρόπο (ή το μέσο) με τον οποίο αρεσκόμαστε κάθε φορά να τις ζούμε.

Διότι δεν είναι όλες μας οι ιστορίες ιδιόκτητες. Ούτε καταλαμβάνουμε οι ίδιοι το πρώτο πλάνο μονίμως: πόσο εγωκεντρικός θα ήταν ο κόσμος μας σε μια τέτοια περίπτωση, και πόσο πολύπαθος ο «αιώνιος πρωταγωνιστής»…

Κάποιες φορές γινόμαστε αυτοπρόσωποι κοινωνοί των ιστοριών μας. Άλλες, πάλι, φορές δε μένουμε παρά απλοί θεατές. Σε ορισμένες ιστορίες εντρυφούμε επώνυμα. Σε άλλες, πάλι, προτιμούμε το δανεικό προκάλυμμα ενός πέπλου ανωνυμίας, από την αγωνία της έμπρακτης συμμετοχής στην εμπειρία. Τέτοιες είναι και οι ιστορίες τις οποίες πεθύμησα να επικαλεστώ. Ιστορίες που μου χαρίστηκαν με την ιδιότητα του θεατή, επιτρέποντάς μου να τις απολαύσω με το προνόμιο του εξωτερικού παρατηρητή, και χάρη στην αμετροεπή ασφάλεια της Μεγάλης Οθόνης.

Ιστορίες δανεικές. Σενάρια δογματικά. Απεικονίσεις περίπλοκες. Σκηνές παθιασμένες. Περιστάσεις ασυνήθιστης πλοκής, ή καθημερινής εντάσεως. Παθήματα παιδευτικά. Παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγήν. Εμπειρίες τις οποίες δε θα μπορούσα να συλλέξω κατ’ ιδίαν, δεδομένων των επιλογών με τις οποίες διάγω το βίο μου. Εικόνες στιγμιαίες. Η Έβδομη Τέχνη: η τέχνη της οπτικοποίησης της καταγραφής της κίνησης. Η Τέχνη, δηλαδή, η οποία γεννά οπτικοακουστικές απομιμήσεις του βίου των άλλων. Μια εμπειρία η οποία σε καλεί να συνεισφέρεις προσωρινά τα μάτια και τ’ αυτιά σου στην πραγματικότητά της. Μια εκφραστική διάσταση η οποία έχει τη δυναμική να παραμένει τέχνη, κολπώνοντας ταυτοχρόνως ευαισθησία και βία, αισθησιασμό και παραδόσεις, διαμάντια και απορρίμματα.


Στο πλαίσιο αυτής της εμπειρίας, δεν ήταν λίγες οι ιστορίες οι οποίες κατάφεραν να βρουν ανταπόκριση στον υποκειμενισμό μου. Ορισμένες σκηνές βρήκαν αιώνιο καταφύγιο στη μνήμη μου, η κάθε μία για τους δικούς της λόγους. Μέσα σε μια συνολική επισκόπηση των προσωπικών μου προτιμήσεων ήταν που διαπίστωσα δια στόματος άλλων πως οι ιστορίες οι οποίες με ελκύουν χαρακτηρίζονται από το φιλοθεάμον κοινό ως «βαριές».

Χωρίς να υποτιμώ καθόλου το κιλό ως μονάδα μέτρησης, μετά από λίγη παραπάνω σκέψη, κατέληξα ότι η εν λόγω φράση μου προκαλεί έντονη αποστροφή. Υπογραμμίζει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την πραγματιστική διάσταση την οποία αρέσκομαι να δίνω, σχεδόν ντετερμινιστικά, ακόμα και στις πιο αέρινες προεκτάσεις των προτιμήσεών μου.

Με προκαλεί, επίσης, να επαναξιολογήσω τη θέση των ιστοριών αυτών στη ζωή μου. Με κάνει να θέλω να απαλλαγώ από όλες ανεξαιρέτως τις μονάδες μέτρησης και να εστιάσω στην ουσία των πραγμάτων: λίγη χαρά, πολλή χαρά, ελαφριά ιστορία, βαριά ιστορία, μπόλικη θλίψη, ελάχιστη θλίψη. Πέρα από τους αναλογικούς υποτίτλους και στην προέκταση των σκηνοθετικών υποσημειώσεων, η ζωή, εν τέλει –τουλάχιστον όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι– δε μοιάζει να είναι παρά μια διαρκής μίξη στιγμών χαράς και θλίψης, στην οποία παρεμβάλλεται η διδακτική της αναμονής με έντονο το στοιχείο της τυχαιότητας ως προς τα επιμέρους μεγέθη.


Όσο για τις ιστορίες μας, απελευθερωμένη από την κανονιστική μου τάση να προσδίδω περίπλοκους ορισμούς σε απλά πράγματα, εφεξής λέω να κρατήσω τούτο: όσο εκείνες επιδεικνύουν επιδέξια την αξία τους μέσα από τη σεναριακή τους πλοκή, εμείς –μικροί και επίπεδοι ως είμαστε– συχνά αρεσκόμαστε στο να αναζητούμε επιβεβαίωση αναλώνοντας το βλέμμα μας στους τίτλους τέλους.. 
Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013 0 comments

Ευχή

Αν είχα μια στερνή ευχή,
θα ήταν να σε ξαναγνώριζα.
Σήμερα, ως έχω. Σήμερα, ως είμαι.

Να σε κοιτούσα ολιμερίς,
να έσβηνες τα μάτια μου,
δίχως πνοή, να μη θωρούσα
παρά την έκφραση του πόθου μου.

Να σ’ ακουμπούσα τρυφερά,
να σ' ένιωθα στα δάχτυλα,
δίχως να μου 'φερνες πια ήττες:
μόνο ένα πρόσχαρο φουστάνι.

Να σε κρατούσα σταθερά,
ελεύθερο το δέρμα μου,
και δίχως συστολή, γλυκά,
να ζούσαμε μια βόλτα αμμουδερή.

Αν είχα μια στερνή ευχή,
θα την απέθετα στα χέρια σου.
Σήμερα, ως έχεις. Σήμερα, ως είσαι.

"When You Wish Upon A Star" by Joel Robinson

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013 0 comments

Απόνειρο

Περπάτησα τη σκέψη μου στα χνάρια σου,
αέναα σκοτεινή και Σιδηρά μου Μεραρχία,
κι ήταν πρωί Σαββατιανό, γένηκε λιόγερμα,
κι εγώ ακόμα σε θωρούσα μαγεμένη.
 
Αντήχησαν στο νου στενές οι αρβύλες σου:
σαν υπνοβάτη αρχοντικού, σαν αποστάτη, 
κι έμεινα εκεί ν’ απολαμβάνω ένα απόνειρο,
τόσο στεγνό που το αγνόησε κι η Λάχεσις.
 
Κι είναι κι η θλιβερή φιγούρα του Αιγέα σου,
θαρρείς γι’ απώλεια την κάθε σπιθαμή του:
του δώσαν στέμα κι ένα γόνο για παράσημο,
κι άφησε πίσω του πελάγη δυστυχίας.
 
Έτσι κι εγώ, για να τιμήσω την εξάρτηση,
καμιά φορά περιδιαβαίνω υπονόμων.
Μ’ ένα τραγούδι ερωτικό για ψυχανάλυση 
θα ενσαρκώνω την Πυθία των αιώνων...
Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013 0 comments

B-Movie

Βουβός αποστάτης,
βαριά οπλισμένος
με γνώμες, με θύμησες,
με λέξεις κι εικόνες,
αφήνει το στίγμα του
κρυφά στη Σταδίου,
με ένα του βλέμμα
χωρίς να μιλά.

Σκυφτός μετανάστης,
πικρά φορτισμένος
με πλοία, με θάλασσες,
με κρύα κι αρμύρες,
ζητούσε το δίκιο του
στην άκρη ενός κάδου,
πατώντας σακίδια
χωρίς να κοιτά.

Πνιγμένος συνένοχος,
βαθιά προδομένος,
με σκύλους, με χίμαιρες
με ψάρια και φύκια,
μαρτύρησε πρόσφατα
την άκρη του νήματος
σ’ αυτούς που δεν ήθελαν
να δουν πιο μπροστά.

Κι εγώ που νοστάλγησα
να ζήσω το σήμερα,
με χρώμα, με νόημα,
μ’ ελπίδες και τύχες,
στερνή συνιστώσα
του άδικου εγκλήματος,
θα κρύβομαι αιώνια
σε φράσεις θεώριες.
Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013 0 comments

Περί Αλλαγής

Σε ένα απροσδόκητα εμφανές σημείο της Σχολής στην οποία φοιτώ, σε ένα χώρο ο οποίος αποτελεί μεσοδιάστημα του διαδρόμου και του απόπατου, βρίσκεται γραμμένο -με ανεξίτηλο μαρκαδόρο- ένα (μάλλον παράξενο, ή έστω παρεξηγήσιμο) μήνυμα:

«Είμαστε αυτό που κάνουμε για να Αλλάξουμε αυτό που είμαστε»

Με το πέρας των μηνών, κι αφού οι μεταπτυχιακές σπουδές προκάλεσαν (μεταξύ άλλων, και) τη φιλοσοφική διάθεσή των συμφοιτητών μου, το μήνυμα αυτό απέκτησε πλειάδα υποστηρικτών, και δη ένθερμων. Δε φταίει η άμοιρη η φοιτητιώσα νεολαία: το πνευματικό τυράκι ήταν εξαιρετικά μυρωδάτο και ήθελε μπόλικο σθένος για να του αντισταθείς.

Θες χάρη στο κεντρικό του νόημα; («η Αλλαγή, αχ, η Αλλαγή»). Θες επειδή βιώνουμε τα ετεροχρονισμένα απόνερα της πνευματικής μας Τουρκοκρατίας; Το αποτέλεσμα παραμένει, και οι θιασώτες ουκ ολίγοι. Και παρ’ ότι δεν εκκλήθην να τοποθετηθώ δημοσίως (ώστε να έχω, τουλάχιστον, μια δικαιολογία για τη –μονίμως– αιρετική μου διάθεση), δεν κατάφερα να συγκρατήσω το πνευματικό μου βαγονάκι από το να διατρέξει –για ακόμα μία φορά– επικίνδυνα τολμηρές ατραπούς.

Πώς, όμως, να συγκρατήσω κι εγώ την εγκεφαλική μου τρικυμία εμπρός σε μια τέτοια απροκάλυπτη νοηματική πρόκληση; Διότι, η δήλωση και μόνον είναι φρικτά ντετερμινιστική: φιλοδοξεί να εξηγήσει πλήρως, και σε δέκα μόλις αράδες, το «τι είμαστε» (όχι το «σε τι μοιάζουμε», ούτε το «πού βαδίζομεν», όχι… σε όλα!), δίχως περιθώρια ούτε για εξαιρέσεις, ούτε για παρερμηνείες. Δεν αφήνει καν ανοικτό το ενδεχόμενο λάθους: «ίσως να είμαστε…». Δεν ασκεί το δημοκρατικό της δικαίωμα σύμφωνα με το οποίο είναι πιο πολιτικά ορθό να αναφερθεί πως «κάποιοι από εμάς, είναι…». Είμαστε ότι η φράση λέει πως είμαστε, διότι ο γράφων έχει περισσό θράσος, και ο τοίχος τη δική του υστερία. Κι όποιος διαφωνεί, αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του. Δεν αποκλείεται, δε, να λάβει μέσω ταχυμεταφοράς μια χύτρα ξεχειλίζουσα από εύφλεκτο αναρχικό χυλό.

Κι είναι κι ο Αντίλογος που κοχλάζει μέσα μου λες και πνίγεται στην πλειάδα των επιχειρημάτων του: δε μου επιτρέπει επ’ ουδενί να τον αγνοήσω. Διότι ο (καθ’ όλα σοβαρός και διόλου συνεπαρμένος) Αντίλογος δεν πιστεύει πως υφίσταται ανθρωπογενής αλλαγή ως αποτέλεσμα μιας προσωπικής απόφασης, όσο στοχασμένη κι εάν αυτή τυγχάνει: τουλάχιστον όχι ως προς τα βαθύτερα ένστικτα του ατόμου, και σε καμία περίπτωση ειλημμένη ελαφρά τη καρδία. Και όταν εννοώ αλλαγή, δεν αναφέρομαι –προφανώς– στην αλλαγή μιας απλής συνήθειας όπως η οδική διαδρομή για το γραφείο ή (ακόμα και) ένας σύντροφος. Εννοώ τον πραγματικό, ειλικρινή, άνευ πισωγυρίσματος και εξαιρέσεων, βαθύ ψυχικό μετασχηματισμό: να σταματήσω να είμαι κάτι από όσα είμαι και να γίνω κάτι εντελώς διαφορετικό. Αυτό, ο Αντίλογός μου, δεν το αποδέχεται. Και μαζί του δεν το αποδέχομαι κι εγώ.

Γιατί, όμως, να μην αποδέχομαι την Αλλαγή; Μήπως μια τέτοια άποψη βασίζεται στην εγγενή μου τάση «να βλέπω το ποτήρι μισοάδειο»; Ή μήπως έχω απολέσει κάθε ελπίδα απέναντι στην ανθρώπινη φύση, αποκλείοντας (τα πασίγνωστα) περιθώρια αυτοβελτίωσης, είτε από προκατάληψη είτε από κακεντρέχεια εμπρός στην προσωπική μου αστοχία;

Δεν αντιλέγω: σίγουρα ένα από τα πιο βασικά μειονεκτήματά μου είναι η τάση μου να δραματοποιώ τις καταστάσεις, περιγράφοντάς τες με τα πλέον μελανά των χρωμάτων. Δεν έχω χάσει την ελπίδα μου στον άνθρωπο, όμως: απόδειξη ότι, καθώς μεγαλώνω, ασχολούμαι ολοένα και περισσότερο μαζί του – να τον καταλάβω, να επικοινωνήσω, να του εξηγήσω, να εκτεθώ σε διάφορα επίπεδα. Άρα, μάλλον αντιδρώ επειδή έχω αναπτύξει κάποιο επιχείρημα. Όπως και ο Αντίλογός μου, ο οποίος εάν είχε δικαίωμα ψήφου θα συμμεριζόταν το συλλογισμό μου.

Δεν υπάρχει, που λες, Αυτόβουλη Αλλαγή. Και υπογραμμίζω το Αυτόβουλη, διότι θεωρώ εξαιρετικά πιθανό το φαινόμενο (όχι απλώς του μετασχηματισμού, αλλά) της καταβαράθρωσης του αξιακού συστήματος (άρα και της ψυχοσύνθεσης) του ανθρώπου υπό συνθήκες εξωγενών πιέσεων ψυχολογικής φύσεως. Όπως για παράδειγμα το μακροχρόνιο εγκλεισμό, τη συμμετοχή σε ένα (αιματηρό ή μη) πολεμικό συμβάν, την απειλή της ζωής του ανθρώπου (ή των αγαπημένων του), το αίσθημα του απόλυτου αδιέξοδου κοκ. Τέτοιας δυναμικής εμπειρίες σε αλλάζουν δίχως να το επιθυμείς. Οδηγούν το μυαλό σου σε μονοπάτια δύσβατα χωρίς να το έχεις επιλέξει. Θα θεωρηθείς, δε, τυχερός εάν, κάποια στιγμή, καταφέρεις να συνειδητοποιήσεις το μέγεθος της μεταστροφής την οποία έχεις βιώσει, πραγματοποιώντας τη σχετική σύγκριση.

Δε μιλώ, που λες, γι’ αυτή την Αλλαγή. Ούτε η φράση στην οποία αντιτίθεμαι υπονοεί αυτού του επιπέδου την Αλλαγή. Μιλώ για την Αλλαγή ως αποτέλεσμα λήψης απόφασης σε (σχετικά) κανονικές συνθήκες πίεσης (και θερμοκρασίας). Αυτή, λοιπόν, η Αλλαγή, για εμένα, δεν υπάρχει: αγγίζει τα όρια του Αστικού Μύθου, και ως προϊόν μυθοπλασίας επιβάλλεται να εκδιωχθεί από τη σφαίρα του επιστητού, κάνοντας χρήση ενός απλού παραδείγματος.

Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, διακατέχομαι από εξαιρετικού βεληνεκούς εγωιστικές τάσεις. Ως παιδί, δε μοιραζόμουν τα παιχνίδια μου. Ως έφηβη, δε δάνειζα τους κονδυλοφόρους μου. Ως ενήλικας, δε θα σε αφήσω να βγεις στην Κηφισίας από τον Παράδρομο του Ψυχικού (εκτός εάν οδηγείς Ασθενοφόρο ή Πυροσβεστικό Όχημα). Ως γνήσιο μοναχοπαίδι, μάλιστα, με διακρίνει μια εγωπάθεια τέτοιου μεγέθους, ώστε νιώθω πως όλες οι συζητήσεις με αφορούν.  Ως εκ τούτου, νιώθω άνετα διαμορφώνοντας (αυθαίρετες) απόψεις επί παντός επιστητού, γεγονός το οποίο καθιστά εξαιρετικά δύσκολο για τους άλλους να με πείσουν ότι (συχνότατα!) σφάλω. Εάν, δε, μου ζητήσεις κάποια προσωπική εκδούλευση, η πρώτη μου σκέψη είναι ότι απώτερος σκοπός σου είναι να με εκμεταλλευτείς. (σσ. Όσο ξαναδιαβάζω αυτές τις γραμμές, συνειδητοποιώ ότι μάλλον είμαι ένας φρικτός άνθρωπος…!)

Κι όμως, όσο περνούν τα χρόνια, ο περίγυρός μου αντιλαμβάνεται ολοένα και σπανιότερα τέτοιου είδους συμπεριφορικές τάσεις από εμένα. «Με τα χρόνια αλλάζεις», μου λένε. «Με τον καιρό βελτιώνεσαι», σχολιάζουν. «Μπράβο που διορθώθηκες!», συμπληρώνουν οι πιο ενθουσιώδεις. Κι όμως, αγαπητέ Αναγνώστη, σε βεβαιώ: όπως ήμουν δέκα χρόνια πριν, όπως ήμουν είκοσι χρόνια πριν, έτσι ακριβώς είμαι και σήμερα που διανύω την τρίτη δεκαετία της ζωής μου. Το ίδιο εγωπαθής. Το ίδιο εριστική. Το ίδιο ψωροπερήφανη. Δεν έχει αλλάξει κάτι στη βάση της ψυχής μου αφού, μέχρι και σήμερα, κάθε φορά που κάποιος φίλος μου ζητά να τον «πετάξω» κάπου με το αυτοκίνητο, μου αποδίδω τον (καθ’ όλα αργκό και συχνά παρεξηγήσιμο) τίτλο του «ταρίφα». Σε βεβαιώ, είμαι ο ίδιος άνθρωπος. Κι όμως, κάτι δείχνει να έχει μεταστραφεί…

Αυτό που έγινε μέσα μου δεν ήταν Αλλαγή. Ήταν, μεν, Αυτόβουλη Ενέργεια, αλλά όχι Αλλαγή. Ήταν μια Ενέργεια, η ανάγκη για την πραγμάτωση της οποίας υπογραμμίστηκε (και υπογραμμιζόταν για χρόνια) από τον περίγυρό μου και ήρθε στο προσκήνιο σταδιακά:
  1. Η επανάληψη του μηνύματος από τους άλλους ανθρώπους («σταμάτα, επιτέλους, να νιώθεις ότι…» / «δεν καταλαβαίνεις πως…») εντυπώθηκε (με τα πολλά!) στο μυαλό μου ως ανάγκη για αξιολόγηση.
  2. Η αξιολόγηση οδήγησε στη συνειδητοποίηση («Κοίτα να δεις που όντως είμαι / κάνω / δείχνω έτσι»).
  3. Η συνειδητοποίηση έθεσε το ζήτημα της επαναξιολόγησης. Επαναξιολόγηση (για εμένα και για όσους με βοήθησαν να αποσαφηνίσω τον όρο) σημαίνει (στην πράξη) «Τσακώνομαι με τον εαυτό μου».
  4. Κι αφού, λοιπόν, «τσακωθείς αρκετά», έρχεται η ώρα να Αποφασίσεις αναφορικά με το εάν και το πώς θα Ενεργήσεις.
Η, δε, Ενέργεια, δε συνιστά Αλλαγή: όσο κι αν νομίζεις εαυτόν παντοδύναμο (και ενίοτε αρκετά άφθαρτο ώστε να κυκλοφορείς στην Πορεία δίχως πουλόβερ έχοντας στο κατόπι σου την Ελληνίδα-μάνα), σε βεβαιώ ότι, από μόνος σου, είσαι ανίσχυρος να επιφέρεις στον εαυτό σου την οποιαδήποτε βαθειά μεταβολή χάριν ενός στείρου αυτό-μαλώματος. Αυτό το οποίο μπορείς, όμως, να κάνεις είναι να προασπίσεις τα συμφέροντά σου. Ας βάλουμε, λοιπόν, μπροστά το λογικόν του πράγματος...

Πώς προασπίζει κάποιος τα συμφέροντά του;
Εξαρτάται από ποιον πλήττεται: από τον εαυτό του ή από κάποιον τρίτο;
  • Εάν πλήττεται από κάποιον τρίτο, καλό θα ήταν να τον αντιμετωπίσει (ή έστω να τον αποφύγει) ώστε να εξαλείψει την απειλή
  • Εάν, όμως, βάζει μόνος του τρικλοποδιές στον εαυτό του, οφείλει (στην ψυχική του υγεία) να ελέγξει την πηγή τους, η οποία δεν είναι άλλη από τα Ένστικτά του
Πώς, όμως, να ελέγξεις τέτοιου είδους Ένστικτα, ημιτελής και γήινος ως νιώθεις (και πιθανότατα είσαι); Ακούγεται πολύπλοκο κατ' αρχήν, όμως η κεντρική ιδέα είναι (μάλλον) απλή. Αξιολογείς τα θετικά και τα αρνητικά μιας κατάστασης, και ρωτάς τον εαυτό σου: Τι θα σου έκανε περισσότερο καλό, εν τέλει; Να περιορίσεις τις εγωιστικές σου ορμές, ή να αφήνεσαι διαρκώς έρμαιο των ακυβέρνητων συναισθημάτων σου;

Σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις, τα ερωτήματα αποδεικνύονται ρητορικά. Σε κάποιες άλλες, όμως, απαιτείται (σημαντική και συχνά αξιαίπενη) προσπάθεια. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Προσπάθεια για Έλεγχο δε συνιστά πραγματική Αλλαγή. Μιλάμε πάντα για Αυτοέλεγχο, πχ: 
  • Για την προσπάθεια την οποία ξεκίνησα να κάνω κάποια (όχι πολλά) χρόνια πριν ώστε να μην ειρωνευτώ το φίλο ο οποίος χρειάζεται τον κονδυλοφόρο μου
  • Για τη διαρκή προσπάθεια την οποία καταβάλω ώστε να ακούω περισσότερο απ’ όσο μιλάω (δύσκολος έλεγχος αυτός, δυσκολότερα επιτυγχάνεται - τουλάχιστον στην περίπτωσή μου)
  • Για τον έλεγχο τον οποίο επιβάλλεται να εφαρμόσω εφεξής στις αυθόρμητες φραστικές αντιδράσεις μου, οι οποίες αποδεικνύονται εξαιρετικά (έως μίζερα) επιθετικές και καταστροφικά ψυχοφθόρες τόσο για εμένα όσο και για τους αγαπημένους μου
Δεν είναι λίγες οι στιγμές στις οποίες έχω αναφερθεί στο μηχανισμό αυτοβελτίωσης του ανθρώπου, ως όχημα για την πνευματική και ψυχική του υγεία. Σήμερα τείνω να αναθεωρήσω: ο άνθρωπος δεν έχει (ούτε είναι σε θέση να αναπτύξει) έναν τόσο φιλόδοξο μηχανισμό Αυτόβουλης Αλλαγής. Η μόνη του δυνατότητα ώστε να αντιμετωπίσει τους κινδύνους της προσωπικής του αρένας είναι να αναπτύξει και να εξελίξει τις άμυνές του. Κι αυτές δεν είναι άλλες από τις προεκτάσεις του αυτοελέγχου του.

Ενός αυτοελέγχου εφαρμοζόμενου σε μια αρένα μέσα στα τείχη της οποίας έχω αποτύχει πολλάκις (και θα συνεχίσω να αποτυγχάνω) για χρόνια, αενάως χαρακτηρισμένη ως «φύση συναισθηματικά ακατέργαστη». Μια αρένα στην οποία θα κατεβάζω το σπαθί μου αδιαλείπτως, «μέχρι να χυθεί αίμα». Μια αρένα για την οποία θα σου μιλώ με τα γλαφυρότερα των χρωμάτων, έως ότου καταφέρεις να συνειδητοποιήσεις κι εσύ ότι:

«Είμαστε αυτό που κάνουμε για να Ελέγξουμε αυτό που είμαστε»