Πέμπτη 11 Αυγούστου 2005 0 comments

Οι γαρδένιες του στρατηγού

Την κοιτούσες για ώρα, προσεκτικά κρυμμένος πίσω από τη σκούρα κουρτίνα του δωματίου σου, με το μυαλό άδειο από σκέψεις και το βλέμμα υποδουλωμένα ονειροπόλο. Τη χάζευες και σκεφτόσουν πως το δρομολόγιό της ήταν τακτικό και επαναλαμβανόμενο. Την απολάμβανες να φωτίζει τη γειτονιά κάθε μέρα, την ίδια ώρα, από το ίδιο δωμάτιο, πίσω από τη γνωστή κουρτίνα κι η αφοσίωσή σου στην παρατήρηση της μορφής της ήταν τόσο σταθερή και συνεχής όσο και ο χρόνος.

Κάθε πρωί διέσχιζε το δρόμο, περπατούσε στο πεζοδρόμιο και χαιρετούσε τους γείτονες. Μιλούσε για αρκετή ώρα με την παχουλή κυρία που έχει το περίπτερο κι ύστερα συνέχιζε να περπατά κατά μήκος του πεζοδρομίου. Η ίδια διαδρομή. Κάθε μέρα, χειμώνα - καλοκαίρι. Χρόνια ολόκληρα.

Πάντα ευδιάθετη, μ' αυτή τη γλυκιά ομορφιά που στην αρχή φαίνεται αέρινη και αθώα, μα που αν την προσέξεις καλύτερα συνειδητοποιείς πως έχει τέτοια δύναμη ώστε ξυπνά μυστικά και ήσυχα μία-μία ακόμα και τις πιο απόκρυφες αισθήσεις του μυαλού και του σώματός σου. Μια ομορφιά που κάνει τις άμυνές σου να σωριάζονται σα σειρές από πούλια του ντόμινο. Μια μυστηριώδης γλύκα που δεν τη διακρίνουν όλοι εξίσου, μια αλαφροΐσκιωτη παρουσία, μια ονειρική αύρα...

Χαμογελούσε πονηρά στον πιτσιρικά που σκάλιζε τις βιολέτες του πάρκου, μιλούσε ευγενικά στο φύλακα του πάρκου που κυνηγούσε να συμμαζέψει τον πιτσιρικά που σκάλιζε τις βιολέτες, απέφευγε διακριτικά τη μητέρα του πιτσιρικά που τα έβαζε με το φύλακα που ξεσυνοριζόταν «μωρό παιδί» κι έφτανε έξω από την αυλή του στρατηγού. Κοιτούσε προσεκτικά προς το εσωτερικό της αυλής - ο στρατηγός έχει έναν υπέροχο κήπο που τον περιποιείται καθημερινώς και ανυπερθέτως - έκοβε στα κλεφτά μια γαρδένια από τη γλάστρα, τη μύριζε και την κρατούσε συνεχίζοντας τη διαδρομή της. Ολοκληρώνοντας την πορεία της έστριβε στη γωνία κι η παρουσία της χανόταν από τα μάτια σου.

Κάθε φορά που έφευγε, η γειτονιά έδειχνε άδεια και μίζερη. Σα να έκλειναν μονομιάς όλα τα καταστήματα του δρόμου. Σα να σκοτείνιαζε ο ουρανός και να νέκρωνε ο τόπος. Σα να τελείωναν οι βιολέτες για τον πιτσιρικά, ή να εμφανίζονταν χίλια πιτσιρίκια - με τις μαμάδες τους - για το φύλακα του πάρκου. Το αχνό χαμόγελο που σχηματιζόταν ασυναίσθητα, με την έλευσή της, στο πρόσωπό σου, χανόταν απότομα με την εξαφάνισή της κι εσύ άφηνες την κουρτίνα καλύψει εκ νέου το παράθυρο εμποδίζοντας το μουντό φως που προσπαθούσε μάταια να χρωματίσει το γκρίζο δωμάτιό σου. Χανόταν εκείνη κι απλά οι ώρες περνούσαν χωρίς νόημα. Καταπιανόσουν με χίλιες δύο ψυχικά ανούσιες και σωματικά φθοροποιές διεργασίες, με μοναδικό σκοπό να φτάσει η επόμενη μέρα...

Η επόμενη μέρα έφτανε πάντα, όμως σου φαινόταν πως κάθε φορά αργούσε όλο και περισσότερο. Λες και ο χρόνος έκανε εκπτώσεις από τη συνέχεια και τη σταθερότητά του μόνο για σένα. Σαν η γειτονιά να συνωμοτούσε στη διατήρηση της μουντάδας του δωματίου σου. Έκανες υπομονή και δε σκεφτόσουν παρά μόνο εκείνη. Και περίμενες. Περίμενες να έρθει η επόμενη μέρα...

Ένα βράδυ, λοιπόν, από κείνα που δεν έχουν φεγγάρι και η πλάση ζει στο απόλυτο φυσικό σκότος, δε μπορούσες να κοιμηθείς. Κοιτούσες μελαγχολικά το ταβάνι με τα χέρια διπλωμένα πίσω από τον αυχένα, τα μάτια ορθάνοιχτα και τη σκέψη ανήσυχη. Ποτέ δεν κοιτούσες έξω από το παράθυρο πριν ξημερώσει. Το σκοτάδι σε φόβιζε. Έκανε το δέρμα σου να ανατριχιάζει και τους παλμούς της καρδιάς σου να πολλαπλασιάζονται. Αν κοιτούσες το πρωί ήξερες τι θα βρεις, όμως το βράδυ όλα ήταν άγνωστα...Τι θα γινόταν αν κοιτούσα;...Η σκέψη και μόνο της τόλμης που χρειαζόταν ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν αρκετή για να σε ανασηκώσει από τα κρύα σκεπάσματά σου και να σε οδηγήσει μπρος στο καλυμμένο παράθυρο: ένα παράθυρο που δεν άνοιγε ποτέ...

Τα δάχτυλά σου άγγιξαν απαλά την κουρτίνα και την τράβηξαν προσεκτικά. Τα μάτια σου αντίκρισαν μια νέα εικόνα του έξω κόσμου. Ένα ανθρωπογενές φως. Ένα διαφορετικό φως. Άρχισες να παρατηρείς τη γειτονιά με μάτια ορθάνοιχτα, σαν πιτσιρίκι με τις παλάμες κολλημένες στη βιτρίνα ενός ζαχαροπλαστείου. Το περίπτερο ήταν κλειστό, το πιτσιρίκι που δολοφονούσε τις βιολέτες του πάρκου έλειπε...Θα κοιμάται υπό το άγρυπνο βλέμμα της μαμάς του...κι ένας νέος φύλακας είχε αντικαταστήσει το φύλακα του πρωινού...Το πάρκο έχει δύο φύλακες που αλλάζουν βάρδιες!...Όλα φαίνονταν ήσυχα στη γειτονιά, ασφαλή μέσα στη γαλήνη τους και όμορφα μέσα στην ασφάλειά τους. Τότε ήταν που συνέβη...

Από τη γωνιά του δρόμου που άλλοτε χανόταν γοργά, τώρα ξεπρόβαλλε η λαμπερή της φιγούρα...Μα, μπορεί να είναι εκείνη; Η θέρμη της κίνησής της ζέστανε το βλέμμα σου. Ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στη θέση της ταραγμένης έκφρασής σου...Είναι εκείνη!

Περπάτησε κατά μήκος του απέναντι πεζοδρομίου. Κρατούσε ακόμα τη γαρδένια που είχε κόψει από τη γλάστρα του στρατηγού. Του φάνηκε πως μύρισε όλο το στενό γαρδένια. Ή μήπως ήταν το άρωμά της; Εκείνη κοίταξε παρηγορητικά τον κοιμισμένο βραδινό φύλακα του πάρκου, έριξε μια γρήγορη ματιά στις κατεστραμμένες βιολέτες, διέσχισε γοργά το δρόμο και χάθηκε τόσο απρόσμενα όσο είχε εμφανιστεί. Η απόκρυφη λάμψη που είχε φωτίσει τη μικρή γειτονιά είχε αφήσει τη θέση της στην παλιά, καλή και ασφαλή ηρεμία. Όλα φαίνονταν ίδια, όμως κάτι είχε αλλάξει...

Άφησες απότομα την κουρτίνα να πέσει ξανά, καλύπτοντας το παράθυρο. Κοιτούσες σαστισμένος ίσια μπροστά σου. Ποτέ πριν δεν είχε πέσει στην αντίληψή σου πως ο διακαής σου πόθος περνούσε και τη νύχτα! Τότε ήταν που συνειδητοποίησες για πρώτη φορά ποια ήταν η επίδραση της κουρτίνας στο εσωτερικό του δωματίου σου: έκρυβε το φως! Το φως της μέρας. Τη λάμψη της νύχτας. Το δικό της φως...

Με μια απότομη, σχεδόν σπασμωδική, κίνηση τράβηξες την κουρτίνα με δύναμη προς τα κάτω. Οι οδηγοί έσπασαν, τα νήματα κόπηκαν, η κουρτίνα σωριάστηκε στο πάτωμα και μια διάχυτη λάμψη πλημμύρισε το δωμάτιο. Τόσο φως από μια βραδιά χωρίς φεγγάρι! Κι είναι ακόμα μεσάνυχτα!

Επέστρεψες στο κρεβάτι σου, ακούμπησες ξανά το κεφάλι σου στα διπλωμένα χέρια σου κι ακούμπησες στο ζεστό σου μαξιλάρι. Δεν κοιμήθηκες όμως, παρά βάλθηκες να παρατηρείς τις εικόνες που έρχονταν από το ακάλυπτο παράθυρο. Παρατήρησες για πρώτη φορά στη ζωή σου τον έξω κόσμο τη νύχτα: το στερέωμα, τα φύλλα των δέντρων του απέναντι πεζοδρομίου, τους γάτους που διέσχιζαν μυστηριωδώς τα σκοτεινά σημεία της γειτονιάς, τα έντομα που εξερευνούσαν το φως της λάμπας. Η αρχική ησυχία ήταν φαινομενική: το βράδυ ζει και αναπτύσσεται ένας διαφορετικός κόσμος. Αυτή η διαπίστωση ήταν που σε οδήγησε στη λήψη της απόφασης: Θα της μιλήσω...

Θα της τα έλεγες όλα. Όπως τα αισθανόσουν. Θα της έλεγες πως είχες περάσει όλα τα χρόνια της ζωής σου παρατηρώντας την από μακριά, κρυμμένος πίσω από την κουρτίνα του παραθύρου σου. Πως την έβλεπες μέρα με την ημέρα να μεγαλώνει και να διαμορφώνεται, παραμένοντας εξίσου όμορφη και επιβλητική. Θα της εκμυστηρευόσουν πως ζούσες και ανέπνεες μόνο και μόνο για τα λίγα δευτερόλεπτα που θα την έβλεπες ξανά. Πως όλη σου η ύπαρξη περιστοιχιζόταν από την υπέροχη γλυκιά γεύση που άφηνε στα χείλη σου το όνειρο του φιλιού της. Θα της εμπιστευόσουν τις απόκρυφες σκέψεις που ισοπέδωναν μυστικά τον ορθολογισμό σου. Θα της τα έλεγες όλα, την επόμενη κιόλας μέρα...

Εκείνη η βραδιά κράτησε όσο δύο νύχτες μαζί! Το μαύρο του ουρανού, όμως, δε μπορούσε παρά να παραχωρήσει τη θέση του στις πρώτες διεισδυτικές ακτίνες του ήλιου και ο βραδινός φύλακας δε γινόταν παρά να αντικατασταθεί από το γνωστό πρωινό φύλακα του πάρκου. Κοιτάχτηκες στον καθρέφτη με μάτια πρησμένα από την αϋπνία, έριξες κρύο νερό στο πρόσωπό σου, έκανες ένα αναζωογονητικό μπάνιο, χτένισες τα μαλλιά σου, φόρεσες τα πιο καθαρά σου ρούχα και το πιο πλατύ σου χαμόγελο και κατέβηκες γοργά τις σκάλες. Ανοίγοντας την πόρτα βρέθηκες μπροστά σε μια ανέλπιστη εικόνα: η γειτονιά ήταν πιο ζωντανή από ποτέ κι είχε πολύ περισσότερους ανθρώπους απ' όσους χωρούσαν απ' τη σχισμή της κουρτίνας μέσα από την οποία κοιτούσες!

Υπήρχε ένας κύριος που κρατούσε ένα μεγάλο δίσκο με κουλούρια σε μιαν άκρη του δρόμου. Ο ίδιος κύριος τσακωνόταν με το φούρναρη της γειτονιάς επειδή δεν άλλαζε πόστο και του έπαιρνε την πελατεία. Υπήρχε ακόμα ένας καλωδιωμένος νεαρός που περπατούσε κουνώντας το κεφάλι του με ρυθμό, χωρίς όμως να σηκώνει το βλέμμα του από τις πλάκες του πεζοδρομίου. Η παχουλή κυρία είχε πάρει τη γνωστή της θέση στο περίπτερο, ο γνωστός πιτσιρικάς καραδοκούσε το φύλακα για να επιτεθεί ανελέητα στις βιολέτες του πάρκου, την ώρα που η μαμά του έβγαζε βόλτα το σκύλο της, ο οποίος άφηνε την υπογραφή του στις σπανιότατες ζέρμπερες του στρατηγού. Η γειτονιά ήταν ένας ζωντανός οργανισμός που βούιζε δυνατά στ' αυτιά του, δίνοντας τροφή στα περιπλανητικά μάτια του...Πώς δεν τα είχα προσέξει ποτέ πριν όλ' αυτά;

Χαμογέλασες μπροστά στη γοητευτικά πολύπλοκη πληρότητα του σκηνικού και προχώρησες απομακρυνόμενος από την πόρτα του σπιτιού σου. Διέσχισες το δρόμο και ακολούθησες τη γνωστή διαδρομή που κάθε πρωί ακολουθούσε εκείνη. Περπάτησες κατά μήκος του πεζοδρομίου, συστήθηκες ευγενικά στην παχουλή κυρία του περιπτέρου...Μα, καλά, δεν ήξερε ότι μένω απέναντι;...Κάθισες στο παγκάκι του πάρκου χαμογελώντας στην πονηρή φυσιογνωμία του πιτσιρικά και περίμενες να εμφανιστεί. Από ώρα σε ώρα θα της μιλούσες! Καμία φράση δεν αρκούσε για να περιγράψει το συναίσθημα που σε είχε κυριεύσει!

Περίμενες όλη την ημέρα καθισμένος στο παγκάκι. Περίμενες υπομονετικά κι όμως τόσο ανυπόμονα ώσπου νύχτωσε. Η παχουλή κυρία έκλεινε σιγά σιγά το περίπτερό της, οι φύλακες του πάρκου άλλαζαν βάρδια, οι βιολέτες είχαν επιζήσει μετά από μια ακόμα τρομακτική επιδρομή του πιτσιρικά κι η γλάστρα του στρατηγού είχε όσες ακριβώς γαρδένιες είχες μετρήσει και την προηγούμενη μέρα: ούτε μία λιγότερη! Σκέφτηκες πώς ίσως έπρεπε απλά να περιμένεις ως τα μεσάνυχτα, μήπως περνούσε το βράδυ και αυτό ακριβώς έκανες. Ανέβηκες και στο δωμάτιο να φέρεις το παλτό σου γιατί είχε βάλει ψύχρα κι ήσουν ακόμα έξω...Μήπως πέρασε όταν πήγα να φέρω το παλτό μου;

Ο ήλιος είχε ξεπροβάλλει ξανά, το κρύο βράδυ είχε χαθεί στον ορίζοντα κι εσύ είχες μείνει στο πάρκο περιμένοντας μάταια μία της εικόνα, μιαν υποψία από την αύρα της. Απογοητευμένος ανέβηκες στο σπίτι. Μπήκες αμίλητος στο δωμάτιό σου και κοίταξες τριγύρω. Το φως της ημέρας σε έκανε να συνειδητοποιήσεις πόσο πολύ είχες παραμελήσει το χώρο σου: σκόρπια βιβλία σ' ένα βρώμικο χαλί και άπλυτα ρούχα, ανακατεμένα με υπολείμματα από φαγητά και παλιούς δίσκους. Το χρώμα των τοίχων είχε ξεφλουδίσει και η υγρασία άφηνε μια απαράδεκτα αποκρουστική μυρωδιά στον αέρα του δωματίου. Μια εικόνα αποδιοργάνωσης και αποσύνθεσης. Κοιτάχτηκες ξανά στον καθρέφτη. Τα πιο καθαρά ρούχα που είχες ήταν φθαρμένα και τα παπούτσια σου ήταν λιωμένα από την υπερ-χρήση. Μια εικόνα απελπιστικής ανισορροπίας.

Θυμωμένος με τον εαυτό σου που άφησες το δωμάτιό σου να καταντήσει σε αυτά τα χάλια ξεκίνησες ασυναίσθητα να συμμαζεύεις τα σκορπισμένα βιβλία, να ξεχωρίζεις τα άπλυτα ρούχα, να απομακρύνεις τα υπολείμματα των φαγητών, να βάζεις τάξη στην αναρχία. Πέταξες τις παλιές σκισμένες κουρτίνες, έβαψες τους τοίχους, άλλαξες το χαλί, έπλυνες τα σεντόνια, αγόρασες καινούρια παπούτσια και ράφια για τα βιβλία και τους δίσκους σου και στο τέλος της προσπάθειάς ξάπλωσες αποκαμωμένος μα ικανοποιημένος στα καθαρά σου σεντόνια κι αποκοιμήθηκες αμέσως.

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε γρήγορα. Κατέβηκες ξανά στο δρόμο με μόνη ελπίδα να τη δεις...Πάνε μέρες που έχει να φανεί...

Χρόνια μετά, κάποιο δευτερόλεπτο ανάμεσα στη δουλειά και το διάλειμμα για φαγητό, θυμήθηκες πως εκείνο το μυστηριώδες βράδυ που τόσο απρόσμενα είχε γεμίσει τον κόσμο σου με φως ήταν η τελευταία φορά που την είχες δει. Γυρνούσες στο σπίτι σου από το γραφείο ακολουθώντας τη διαδρομή της, μιλώντας στους ανθρώπους της - που είχαν γίνει πια και δικοί σου άνθρωποι.

Ζούσες ακόμα με το όνειρο της παρουσίας της. Πάντα την περίμενες κι ας μην περνούσε πια από τη γειτονιά. Μερικές φορές έπιασες τον εαυτό σου να πιστεύει πως δεν υπήρξε πραγματικά: πως ήταν ένα δημιούργημα της φαντασίας σου. Όμως ποτέ δεν είχες φαντασία, οπότε η εκδοχή αυτή απορρίφθηκε τάχιστα! Κουρτίνα δεν έβαλες ξανά στο παράθυρό σου και το δωμάτιο το κρατούσες πάντοτε τακτοποιημένο και καθαρό. Έβαλες τάξη και στις επιθυμίες σου κι η ζωντάνια της γειτονιάς καμιά φορά έδινε πνοή ακόμα και στο άμαθο χαμόγελό σου.

Κάθε μέρα ήταν διαφορετική από την προηγούμενη κι όμως όλα έμεναν ίδια στη μικρή σου γειτονιά. Μόνο εκείνες οι γαρδένιες αυξάνονταν σε πλήθος κι ο στρατηγός διαρκώς τις μεταφύτευε σε μεγαλύτερες γλάστρες. Νόμιζες πως αυτά τα λευκά μυρωδάτα μπουμπούκια είχαν βάλει στόχο να σπάσουν τα κάγκελα της αυλής του στρατηγού και να ξεχυθούν στο δρόμο. Πως είχαν βαλθεί να πνίξουν τη γειτονιά με το άρωμά τους. Έλεγες πως περνούσε εκείνη μυστικά τα βράδια σε ανύποπτες στιγμές και τις έκανε να πολλαπλασιάζονται μ' ένα της χάδι. Όμως η γειτονιά έδειχνε να αντέχει στην πολιορκία της μυρωδιάς τους, ενώ εσύ κάθε βράδυ χανόσουν για κείνη και το πρωί ανασταινόσουν...πάλι για κείνη...

«...Κάποιος είπε πως η αγάπη
σ' ένα αστέρι κατοικεί,
αύριο βράδυ θα 'μαι εκεί!
Κάποιος είπε πως ο έρωτας
για μια στιγμή κρατά,
αύριο βράδυ θα 'ναι αργά...
[1]
»


[1] Απόσπασμα από το τραγούδι του Αλκίνοου Ιωαννίδη «Ο προσκυνητής», από τη δισκογραφική δουλειά του με γενικό τίτλο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητή», (p) & © 2003 Mercury Music S.A. (Greece), A Universal Music Company.
Τρίτη 9 Αυγούστου 2005 0 comments

Ο Κήπος

Σιγή βασίλευε στον Κήπο. Το σκοτάδι είχε πέσει και μονάχα μικροί ήχοι ακούγονταν: το φτεροκόπημα ενός νυχτοπουλιού, καθώς πετούσε απ' το ένα κλαρί στο άλλο· τα ελαφριά βήματα των βασιλίσκων, που βγαίνανε από τα πέτρινα σιντριβάνια και χώνονταν στους θάμνους, παρατηρώντας τις σκιές με λαμπυρίζοντα, κιτρινωπά μάτια· το νιαούρισμα δύο ξαναμμένων γατών· το φύσημα του ανάλαφρου ανέμου, σα χάδι πάνω στις φυλλωσιές...

Οι δύο σκοτεινές φιγούρες βάδιζαν ξυπόλυτες, μην κάνοντας τον παραμικρό θόρυβο.

«Σελήνη, είσαι σίγουρη ότι αυτό είναι το σωστό μονοπάτι;»

«Ναι· μην ανησυχείς τόσο.»

Έκαναν το γύρω ενός σιντριβανιού, προσπαθώντας ν' αγνοήσουν τα παρατηρητικά μάτια των βασιλίσκων. Η Σελήνη βάδιζε πρώτη, σκυφτή· ο Άντριν ακολουθούσε, κοιτάζοντας ολόγυρα, το σκοτάδι και τα σημεία που φωτίζονταν από το ασθενικό φεγγαρόφωτο. Ένα δέντρο άνοιξε, σαν ο κορμός του να σχίστηκε στα δύο...Ύστερα, έκλεισε...και ο Άντριν δεν ακολουθούσε, πια, τη Σελήνη, η οποία δεν είχε ακούσει ή αντιληφτεί τίποτα. Μερικά βήματα παρακάτω, κάτι έφτασε στ' αφτιά της. Ένα νιαούρισμα, που (για κάποιο λόγο) της έμοιαζε κοροϊδευτικό...

Στράφηκε, τραβώντας το ξιφίδιο που είχε περασμένο στη ζώνη της και δεκάδες γάτες της χίμησαν, από παντού, προσπαθώντας να την ξεσκίσουν με νύχια και με δόντια, ενώ οι ουρές τους τυλίγονταν σα σκληρά, δερμάτινα μαστίγια γύρω απ' τα μέλη της.

Πανικόβλητη κοίταξε τριγύρω, οι γάτες ολοένα και πλήθαιναν κι ούτε ένα ίχνος του Άντριν!

«Άντριν! Να πάρει!»

Τίναξε σπασμωδικά τα χέρια της, προσπαθώντας μάταια να ελευθερωθεί από τα εχθρικά νύχια που πλήγιαζαν ακατάπαυστα το δέρμα της...

«Να πάρει! Να σας πάρει!»

Πριν προλάβει να σκεφτεί, οι μαύροι γάτοι την είχαν κιόλας κάνει να χάσει την ισορροπία της και να πέσει στο χώμα, καθιστώντας έτσι αδύνατη κάθε προσπάθεια απόδρασης. Ζαλισμένη από την πτώση κοιτούσε σαστισμένα τα κατάμαυρα αιλουροειδή καθώς περιεργάζονταν τα ρούχα της: δεν τη γρατζούνιζαν πια, μόνο τη μύριζαν και την περιεργάζονταν, σα να έψαχναν κάτι...Το Βιβλίο των Σκιών...και μόνο η σκέψη έκανε το δέρμα της να ανατριχιάσει...Δεν πρέπει να πέσει στα χέρια τους!

Ένας από τους γάτους, όμως, ήταν πολύ διαφορετικός από τους υπόλοιπους. Περπάτησε κατά μήκος του στέρνου της Σελήνης και την κοίταξε κατάματα: πρώτη φορά έβλεπε γάτο με βαθυγάλανες στρογγυλές κόρες! Το βλέμμα του ήταν αλλόκοτο, εξώκοσμο, σαγηνευτικό και μυστηριώδες και τότε ήταν που κατάλαβε...

«Καταραμένε! Προδότη!»

Η Σελήνη ούρλιαξε έξαλλη στη θέα του παράξενου γάτου. Εκείνος, ήρεμα και στωικά, έστρεψε το σώμα του κατεβαίνοντας από πάνω της. Απομακρύνθηκε λίγο και η γατίσια ουρά του χάθηκε σε ένα εκτυφλωτικό μοβ φως που έκανε τη Σελήνη να στρέψει ασυναίσθητα το κεφάλι από την άλλη μεριά. Όταν το φως καταλάγιασε κι η Σελήνη ξεπέρασε την αρχική θολούρα, είδε τα καταγάλανα μάτια του Ουρανού να την κοιτούν γαλήνια.

«Πραγματικά, αγαπητή μου, φαντάστηκες πως θα σε άφηναν να κλέψεις το Βιβλίο των Σκιών μέσα από τον Κήπο;»

Η Σελήνη άφριζε από μένος. Τίναζε τα άκρα της, όμως οι παράξενοι μαύροι γάτοι είχαν τυλίξει τις ουρές τους σφιχτά γύρω από τα χέρια και τα πόδια της κι ήταν αδύνατο να μετακινηθεί. Ο Ουρανός την πλησίασε αργά και με μια αέρινη κίνηση έβαλε το χέρι του μέσα στο παλτό της. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, η αναζήτησή του απέδωσε καρπούς...

«Τι έχουμε εδώ; Μάλιστα...ιδού το μήλον της έριδος!»

Τράβηξε το παράξενο βιβλίο μέσα από το παλτό της έξαλλης Σελήνης και το σήκωσε ως το ύψος του στέρνου του.

Ξαφνικά, νεκρική σιγή επικράτησε στον Κήπο για μια ακόμα φορά και μια μακάβρια αύρα διαπέρασε τις οντότητες του Κήπου. Οι βασιλίσκοι κρύφτηκαν γοργά ανάμεσα στις φυλλωσιές των θάμνων, το νυχτοπούλι πέταξε τρομαγμένο κι όλες οι γάτες σώπασαν απότομα. Το βιβλίο, ένας σκουρόχρωμος παχύς τόμος δεμένος με δέρμα και σχοινί, φαινόταν παλαιωμένο αν και αχρησιμοποίητο. Στο εξώφυλλό του, ένα τεράστιο γραμμικό σύμβολο, προκαλούσε αποστροφή και ανησυχία στα περίεργα βλέμματα που τολμούσαν να το αντικρίσουν.

Ο Ουρανός έκρυψε βιαστικά το βιβλίο μέσα στο μακρύ δερμάτινο παλτό του...Δεν πρέπει να αμφισβητώ τη δύναμή του, αυτό το Βιβλίο και κλειστό είναι επικίνδυνο!

Κοιτώντας επιτιμητικά τη Σελήνη προσέθεσε:

«Πόσο άμυαλη είσαι, να καλείς μια δύναμη που δε μπορείς να ελέγξεις! Αλλά δε θα αποφασίσω εγώ για σένα: αυτό μόνο ο Δημιουργός μπορεί να το κάνει! Το παιχνίδι εξουσίας που ξεκινήσατε με τον Ήλιο τελειώνει εδώ!»

Αποκαμωμένη από την υπερπροσπάθεια να ελευθερωθεί από τα δεσμά της, η Σελήνη αναστέναξε απογοητευμένη. Με ένα νεύμα του Ουρανού τα μαύρα αιλουροειδή απαγκιστρώθηκαν από το σώμα της κι εκείνη ανακάθισε ζαλισμένη. Ο Ουρανός τη σήκωσε όρθια με μια άγαρμπη κίνηση. Μ' ένα σήκωμα του χεριού του ισχυρά δερμάτινα δεσμά εμφανίστηκαν από το πουθενά φυλακίζοντας πισθάγκωνα τους καρπούς της, στο ύψος της μέσης. Της έκανε νεύμα να προχωρήσει μπροστά κι εκείνη δεν αντιστάθηκε. Περπάτησαν ως τη βελανιδιά με το χοντρό κορμό που είχε καταπιεί πρωτύτερα τον Άντριν και με ένα βλέμμα του Ουρανού το δέντρο υπάκουσε ελευθερώνοντας το συνεργό της Σελήνης. Ο Άντριν ζαλισμένος έτριψε τα μάτια του μπροστά στη θέα του Ουρανού μην πιστεύοντας το θέαμα που αντίκριζε. Αναστέναξε στη θέα των δεσμών της συνεργού του κι ακολούθησε αποκαρδιωμένος τη μυστικιστική πομπή ως την αίθουσα του Δημιουργού...

Η αίθουσα της Κρίσεως ήταν ένα τεράστιο κυκλικό οίκημα με θολωτό ταβάνι και υπέροχες τοιχογραφίες που όλες απεικόνιζαν σύννεφα. Μέσα στον τοίχο, ακριβώς στη διεύθυνση του Βορρά, βρισκόταν λαξευμένος ο θρόνος του Δημιουργού, καλυμμένος από ολόλευκο μάρμαρο. Δεξιά του θρόνου οι τοιχογραφίες απεικόνιζαν κάτασπρα σύννεφα σε καταγάλανους ουρανούς που φωτίζονταν από το φως του ήλου. Αριστερά του απεικονίζονταν καταιγίδες που δημιουργούσαν μαύρα σύννεφα σε σκοταδιασμένους ουρανούς, υπό τη λάμψη της σελήνης. Τα πατώματα ήταν πάλλευκα και κρύα, ενώ μια τεράστια αχνή σπείρα σχηματιζόταν από το κέντρο του πατώματος ως τους τοίχους.

Ο Άντριν είχε ακούσει να μιλούν για την αίθουσα της Κρίσεως, όμως το θέαμα ξεπερνούσε κάθε περιγραφή! Σαστισμένος κοιτούσε τριγύρω με ανοιχτό το στόμα. Ένιωσε απαράμιλλο δέος στη μεγαλοπρέπεια της απλότητας του οικήματος, δέος που μετατράπηκε σε φόβο όταν άκουσε τη φωνή του Δημιουργού, συνοδευόμενη από μια εκτυφλωτική λάμψη, να απευθύνεται στον Ουρανό:

«Μπορείς να αποσυρθείς, Ουρανέ. Να τοποθετήσεις το Βιβλίο στην κρύπτη του με προσοχή. Θα κληθείς ξανά όταν παραστεί ανάγκη.»

Η Σελήνη ένιωσε τα περικάρπιά της να απελευθερώνονται από τα μαγικά δεσμά του Ουρανού και ασυναίσθητα τα έτριψε για να ξεμουδιάσουν τα χέρια της. Νέα και όμορφη, σαν ηλιοβασίλεμα, με τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της και τα πράσινα μάτια της, το νεότερο μέλος της οικογένειας του Δημιουργού, μόλις είχε διαπράξει ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ιστορία του Στερεώματος: είχε αναζητήσει το Βιβλίο των Σκιών στα έγκατα του Κήπου, το είχε ανασύρει από τη μυστική του κρυψώνα με τη βοήθεια ενός εκκολαπτόμενου εκπροσώπου των κατώτερων στρωμάτων του Κήπου και προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τις μαγικές του ικανότητες για να κυριαρχήσει στο ουράνιο Στερέωμα έναντι του Ήλιου. Αυτό καθιστούσε προδοσία ικανή να της κοστίσει την ύπαρξή της.

«Άντριν, κατάπτυστο ων των κατώτερων στρωμάτων του Κήπου, διέπραξες ξανά προδοσία, βοηθώντας αυτή τη φορά τη Σελήνη να κλέψει το Βιβλίο των Σκιών! Τι έχεις να πεις για την πράξη σου;»

Η βροντερή φωνή του Δημιουργού ήχησε τρομακτική στ' αυτιά του μικρόσωμου Άντριν. Ένα ανθρωπάκι κοντό και παχουλό, με αστείες κόκκινες μπούκλες και θλιμμένα μαύρα μάτια, πίσω από τα οποία έκρυβε ένα ασυνήθιστα πανούργο μυαλό που σοφιζόταν διαρκώς ραδιούργα σχέδια υπονόμευσης της ισορροπίας του Κήπου. Στο άκουσμα της κατηγορίας κρύφτηκε ενστικτωδώς πίσω από το φόρεμα της Σελήνης βάζοντας τα κλάματα: ένα κλάμα διαπεραστικό και απεγνωσμένα αξιολύπητο, που παρακαλούσε κατά βάθος για την επιείκεια του Δημιουργού, χωρίς όμως να τη ζητά!

«Πάντα στα έγκατα της Γης να σέρνεσαι Άντριν, εκεί που η ζέστη είναι τόσο φρικτή που μαλακώνει και τις πιο σκληρές καρδιές. Να πορευθείς στη μοναξιά και την απαξία μαζί με τους ομοίους σου και το φως του Ήλιου να μην φτάνει ν' αγγίξει στο δέρμα σου!»

Στο άκουσμα της τιμωρίας του ο Άντριν εξαϋλώθηκε κι η σκιά του μετατράπηκε σε μαύρο σύννεφο που άφησε στο μαρμάρινο πάτωμα μια υποψία γκρίζας σκόνης. Κανείς δε μίλησε ξανά γι' αυτόν στον Κήπο κι όσοι πρόφεραν το όνομά του από εκείνη την ημέρα το έκαναν με εξαιρετική προσοχή. Φήμες λένε πως τον είδαν κάποιοι να περιφέρεται στα κατώτερα στρώματα του Κήπου με δέρμα λευκό όπως των νεκρών και μάτια κατακόκκινα όπως του κερασιού...αλλά στον Κήπο συχνά ακούγονται συχνά διάφορες υπερβολές από τους κουτσομπόληδες βασιλίσκους!

«Σελήνη, τι έχεις να πεις για την αποτρόπαια πράξη σου;»

Η Σελήνη, δακρυσμένη, δεν τόλμησε να σηκώσει τα μάτια της για να αναζητήσει την πηγή της φωνής που έκανε την ψυχή της να ριγεί από φόβο. Μονάχα έτριβε από αμηχανία τους καρπούς των χεριών της, που εδώ και ώρα είχαν ξεμουδιάσει.

«Η ματαιοδοξία, Σελήνη, είναι σοβαρό παράπτωμα! Θέλησες να καταλάβεις την εξουσία του Στερεώματος, αποδιώχνοντας τον Ήλιο, ώστε να κυβερνάς μόνη τον Ουρανό και να βυθίσεις τη Γη στο σκότος! Κι όλα αυτά για να τα επιτύχεις επεδίωξες να χρησιμοποιήσεις Μαγεία, κλέβοντας παράλληλα το ξιφίδιο του Φύλακα του Βιβλίου των Σκιών!»

Η Σελήνη έκρυψε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια της κλαίγοντας με λυγμούς. Δεν είχε πια καμία σημασία αν αυτό τον πόλεμο τον είχε ξεκινήσει ο Ήλιος κάμποσες Συνεδρίες νωρίτερα, ούτε είχε νόημα να κατηγορήσει κάποιον. Σημασία είχε πως εκείνη συνέχισε τη βεντέτα για την κατάκτηση του Στερεώματος χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα. Ένιωθε αποτροπιασμό για τον εαυτό της και δεν είπε κουβέντα: άλλωστε καμία συγγνώμη δεν αρκούσε για να ξεπλύνει τη ντροπή που ένιωθε...

«Η απόφασή μου είναι αυτή και κανείς δε δύναται να την αμφισβητήσει: ο Ήλιος κι εσύ θα μοιράζεστε ισοδύναμα το χρόνο στο στερέωμα και κανείς δε θα λογίζεται χρονικά σημαντικότερος του άλλου. Καθένας θα βασιλεύει το δικό του χρονικό διάστημα. Όσα είναι τα πλάσματα της ημέρας, τόσα θα είναι και τα πλάσματα της νύχτας και έως επτά φορές το χρόνο ένας από τους δυο σας θα εξαφανίζεται από τον ουρανό, δίνοντας τη θέση του στον άλλο, ώστε να θυμάστε στον Αιώνα τον Άπαντα πως όλοι είναι ίσοι στο Στερέωμα και πως κανείς ποτέ δε θα αποκτήσει πλήρη κυριαρχία πάνω σε αυτό.»

Στο άκουσμα αυτών των λόγων η Σελήνη αναστέναξε με μελαγχολία και συνάμα ανακούφιση που δεν είχε την τύχη του Άντριν. Η τιμωρία ήταν δίκαιη και σίγουρα τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα. Για μια στιγμή η Σελήνη αναρωτήθηκε αν η διαπίστωση της σοβαρότητας του σφάλματός της ήταν που της χάρισε το έλεος του Δημιουργού, ή αν ο διαχωρισμός του στερεώματος ήταν εξ' αρχής μέσα στις προθέσεις Του. Ο φόβος και η αναγνώριση του δικαίου της απόφασής Του την έκαναν να σταματήσει να κάνει τέτοιες σκέψεις.

Η λάμψη που συνόδευε τη βροντερή φωνή του Δημιουργού χάθηκε τόσο απότομα όσο είχε εμφανιστεί και απόλυτη ησυχία κυριάρχησε στην αίθουσα της Κρίσεως. Η Σελήνη κοίταξε κουρασμένα προς την έξοδο της αίθουσας, την ομορφιά του Κήπου.

Το νυχτοπούλι ξανάρχισε να πετάγεται από κλαράκι σε κλαράκι, οι βασιλίσκοι σταμάτησαν να κρύβονται πίσω από τις πλούσιες φυλλωσιές των θάμνων κι οι ξαναμμένοι γάτοι ξανάρχιζαν να «συζητούν» τον έρωτά τους.
Κι όπως η Σελήνη βάδιζε με αργά αλλά σταθερά βήματα προς την έξοδο της αίθουσας της Κρίσεως αποδεχόμενη την - καθ' όλα δίκαια - τιμωρία της, η Πρώτη Μέρα της Δημιουργίας ολοκληρωνόταν... 

Εισαγωγή: Βάρδος (204 λέξεις)
0 comments

Ημερολόγιο

Παρασκευή, 4 Νοεμβρίου, 3:00 π.μ.

Μ' έχουν προικίσει με το χάρισμα της ενόρασης και τα βράδια, που ο Μορφέας εργάζεται, ξετυλίγω στωικά το κουβάρι των ονείρων μου αναζητώντας εσένα.

Μου υποσχέθηκαν πως αυτή η κατάσταση θα κρατήσει λίγο και πως δε θ' αργήσω να γυρίσω στην παλιά ήσυχη ζωή μου: μια ζωή γαλήνια που δε θα χρειάζεται πια να τους εξιστορώ τι βλέπω.

Με έκλεισαν - για λίγο είπαν - σε ένα λευκό πέτρινο πύργο, όπου τα παράθυρα είναι τόσο ψηλά ώστε η σκέψη δεν τα φτάνει και η απόδραση φαντάζει ακατόρθωτα μακρινή.

Με ξυπνούν χαράματα, όμως δεν έχω παράπονο γιατί με βάζουν για ύπνο από νωρίς και δε νιώθω κούραση. Με επισκέπτονται καθημερινά και μου θέτουν χιλιάδες ερωτήσεις περιμένοντας να τους δώσω τις «σωστές» απαντήσεις. Λένε πως κάθε μέρα πάω καλύτερα από την προηγούμενη και πως πλησιάζουν οι μέρες ηρεμίας που τόσο λαχταρώ!

Τα μεσημέρια μου φέρνουν στερεά τροφή: μικρά πολύχρωμα κυβάκια που μασιόνται δύσκολα και μυρίζουν απαίσια, όμως κάνουν, λέει, καλό γιατί βοηθούν τη σκέψη. Το απόγευμα καλύπτουν το δέρμα μου με στρογγυλούς επιδέσμους, γεμίζουν τον οισοφάγο μου με υγρά και δένουν τους μύες μου με καλώδια προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουν τις απόκρυφες σκέψεις μου και να μοντελοποιήσουν τη συμπεριφορά μου.

Τα βλέμματά τους κάθε φορά που συσκέπτονται πάνω από τα ακαταλαβίστικα αποτελέσματα των διαγραμμάτων τους με κάνουν να πιστεύω πως ούτε οι ίδιοι γνωρίζουν τελικά πότε θα με αφήσουν να φύγω...

Παρασκευή, 1 Απριλίου, 2:45 π.μ.

Πιο παλιά, αργά το βράδυ, ερχόταν ο Μορφέας και μ' αγκάλιαζε. Τον κερνούσα τσιγάρο και πιάναμε κουβέντα λίγο πριν μου κάνει την ένεση που με οδηγούσε στα βαθύτερα στάδια του ονείρου. Τον ρωτούσα γιατί με οδηγούσε διαρκώς σε τόσο απόκρυφα μονοπάτια, γιατί μου αποκάλυπτε τέτοιες εξώκοσμες αλήθειες και γιατί δε με άφηνε να ονειρεύομαι απλά καθημερινά πράγματα. Συχνά χαμογελούσε, σπανίως μου απαντούσε: υποθέτω πως όλα τα πράγματα στη γη - υλικά ή μη - έχουν ένα λόγο ύπαρξης, μετά με κρατούσε σφιχτά κι εγώ χανόμουν στην ήρεμη αύρα της ζεστασιάς του.

Τώρα πια τους έχω εξοργίσει με το μόνο τρόπο που μπορούσα: έπαψα να κοιμάμαι. Έτσι, το χάρισμά μου έχασε τη διέξοδό του στη γη κι εκείνοι στερούνται των απαντήσεών τους. Δεν είμαι πια σε θέση να γνωρίζω τίποτε παραπάνω απ' ότι οι «κοινοί θνητοί», αυτοί που αποκαμωμένοι από το φόρτο της ημέρας αφήνουν το κορμί τους να αδειάσει πάνω στα σεντόνια, ονειρευόμενοι αιώνιες διακοπές και μια εξωφρενικά υψηλή αύξηση.

Ο Μορφέας πάντως δε με ξέχασε τελείως: έρχεται τα βράδια και τα λέμε. Έπαψε να με αγκαλιάζει κι έπαψα να τον κερνάω τσιγάρο - ίσως γι' αυτό να σταμάτησε και να μου χαμογελάει: μόνο στέκει αμίλητος και με κοιτάζει κατάματα, μ' ένα παράξενα λαμπερό βλέμμα.

Απόψε νύχτωσε νωρίτερα απ' ότι τις άλλες μέρες. Έβρεχε από το πρωί κι ο αέρας λυσσομανούσε στα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα του πύργου. Ξεγλιστρώντας, όπως κάθε βράδυ, από τα δερμάτινα δεσμά μου, γράφω περιμένοντας ξανά το Μορφέα, για να του εξιστορήσω περήφανα το παράξενο κατόρθωμά μου και να τον αποχαιρετήσω. Θα του τα πω όλα και θα χαμογελάσει παράξενα - όπως στις αρχές - γιατί κατάφερα επιτέλους να βρω την πολυπόθητη διέξοδο στη φυλακή μου. Σε λίγη ώρα θα είμαι ελεύθερη!

Παρασκευή, 22 Ιουλίου, 3:10 π.μ.

Εκείνη τη νύχτα ο Μορφέας δεν ήρθε. Άντ' αυτού εμφανίστηκε μετά από κάμποση ώρα ένας μαύρος άγγελος που μ' αγκάλιασε απρόθυμα. Το άγγιγμά του ήταν κρύο και το βλέμμα του άδειο: σα να μην είχε ψυχή!

Δεν πιάσαμε κουβέντα - είχαν τελειώσει και τα τσιγάρα. Άνοιξε, μόνο, τα φτερά του και πετάξαμε μακριά από τον πέτρινο πύργο. Με άφησε σε μια ξένη χώρα με γκρίζα τοπία, ήσυχη σαν τάφο και έρημη σαν την ψυχή σου κι εξαφανίστηκε το ίδιο απρόσμενα όπως είχε έρθει.

Εδώ είμαι ξεχασμένη χρόνια τώρα, χωρίς να έχω καταλήξει αν τελικά είναι καλύτερα ή χειρότερα από πριν. Δυο πράγματα, όμως, είναι σίγουρα: ο Μορφέας δε με επισκέπτεται πια κι εγώ έχασα για πάντα το παράξενο χάρισμα που με οδηγούσε σ' εσένα...
0 comments

Καρράε, 53 π.Χ.

Ο Ήλιος ξεπρόβαλε στα όρια του ορίζοντα, μία γιγάντια σφαίρα από φως, που έβαψε τον νυχτερινό ουρανό με το γαλάζιο των ονείρων. Τα άστρα χάθηκαν σαν δαιμόνια που υποχωρούσαν στην αγκαλιά της Νύχτας, μακριά από την πύρινη σφαίρα που εισέβαλε, αποκαλύπτοντας τα μυστήρια που το σκοτάδι κρατούσε καλά κρυμμένα.

Εραστές έφυγαν από τα καταφύγιά τους και λεπίδες ξεκουράστηκαν στα θηκάρια τους. Κάρα άρχισαν την πορεία τους με βόγκους και αντίδραση, τρίζοντας σε κάθε μέτρο του δρόμου, πλαισιωμένα από τη συμφωνία των πρωινών καλεσμάτων εμπόρων και χωρικών. Η πόλη ξυπνούσε, ένας κοινός οργανισμός που κουβαλούσε μέσα του τα πλούτη και τις ζωές χιλίων κατοίκων, τριγυρισμένη από κοντά τείχη, μία πρόσφατη προσθήκη εξαιτίας του πολέμου.

Το θέαμα ήταν θησαυρός στα μάτια του Κάσιου, που κοιτούσε την πόλη μέσα από το άνοιγμα της πανοπλίας του, σκαλισμένη στο σχήμα ενός κτήνους της θάλασσας. Έσφιξε την λόγχη του στα χέρια του και κοίταξε πίσω του, τον τρομερό στρατό του με τον οποίο είχε σαρώσει τις δυτικές ακτές. Με ένα του νεύμα, οι τεράστιοι ελέφαντες ξεκίνησαν, κουβαλώντας στις πλάτες τους δώδεκα άντρες, και το πεζικό του ξεχύθηκε, μία θάλασσα από μετάξι και ατσάλι στη μικρή πόλη. Μικρή θάλασσα αν αναλογιστεί κανείς πως αποτελούσε μόλις το ένα τέταρτο του στρατού με τον οποίο ο Κράσος είχε κατακτήσει τη Συρία και συνέχιζε προς τους Πάρθους, κλείνοντας προσωρινά τα στόματα των πολιτικών του αντιπάλων στην αυτοκρατορική Ρώμη, μια Ρώμη πολλά - πολλά χιλιόμετρα μακριά από την άνυδρη κοιλάδα της Καρράε.

Η πόλη ήταν στρατιωτικά απροστάτευτη, τα ξύλινα τείχη φάνταζαν τραπουλόχαρτα στη θέα της στρατιάς των γιγάντων του Κάσιου: έξι ορδές από ελέφαντες, που κόστισαν τρεις χιλιάδες δηνάρια η κάθε μία, μετέφεραν στις πλάτες τους δώδεκα βαριά οπλισμένους Σύριους μισθοφόρους, σε μια διαδρομή από τη Συρία προς την Καρράε με τελικό προορισμό την αιωνιότητα...

Η κεντρική πύλη και η ανατολική μεριά του τοίχους υποχώρησαν εύκολα στην πίεση των ακριβοπληρωμένων παχύδερμων και τα ογκώδη ζώα εισέβαλλαν στην πόλη καταπατώντας στο διάβα τους κάθε ανθρώπινη κατασκευή. Την ίδια στιγμή, το ελαφρύ πεζικό εκμεταλλευόταν τα περάσματα και εισχωρούσε στα ενδότερα κατακρεουργώντας οποιαδήποτε μορφή ζωής, ανεξαρτήτως ηλικίας: η πορεία για την κατάκτηση του «Δρόμου» ήταν στρωμένη με διαμελισμένα πτώματα κι ο αρχιστράτηγος Κράσος ήταν ο μόνος που μπέρδευε το χρώμα τους με εκείνο που έχουν τα ροδοπέταλα.

Η αντίσταση ήταν μικρή αλλά σθεναρή: η πόλη των χιλίων κατοίκων είχε τετρακόσιους αποφασισμένους οπλίτες. Όσοι πολίτες συνειδητοποίησαν έγκαιρα στο ξαφνικό Ρωμαϊκό χτύπημα οχυρώθηκαν στο ναό του Σιν αποθέτοντας τις ελπίδες τους για σωτηρία στη θεϊκή παρέμβαση του φεγγαριού. Παντού επικρατούσε αναρχία. Γυναίκες έψαχναν τα παιδιά τους μέσα στον πανικό της σφαγής, σαστισμένα αγγελούδια αποζητούσαν μητρικές αγκαλιές λίγο πριν παραδώσουν το πνεύμα τους πάνω στις Ρωμαϊκές λόγχες, άνδρες σέρνονταν ως δούλοι, μανιασμένοι ελέφαντες ούρλιαζαν στη δίνη της μάχης, καπνός και σκόνη κάτω από έναν καυτό ήλιο, φωνές που αντηχούσαν στα πέτρινα σπίτια, κραυγές απελπισίας αναμεμειγμένες με ήχους σπαθιών και στο βάθος αλλεπάλληλες βοές από κέρας...Κέρας;

Ο στρατηγός Κάσιος έμπηξε το ξίφος του βίαια στο θώρακα του αντιπάλου του κι ενστικτωδώς έστρεψε ανήσυχα το κεφάλι του προς την κοιλάδα της Καρράε απ' όπου παρατεταγμένος ο στρατός του Κράσου παρακολουθούσε την έκβαση της μάχης. Άρχισε να τρέχει προς την είσοδο της πόλης εμψυχώνοντας τους στρατιώτες του. Χτυπούσε οτιδήποτε προκαλούσε την όρασή του. Δεν έβλεπε! Δεν έβλεπε τίποτα! Τα τείχη τον εμπόδιζαν κι αυτή η σκόνη και η ζέστη...ο ήλιος είχε ήδη ανέβει πια ψηλά, έκαιγε! Η πάλαι ποτέ αστραφτερή Συριακή πανοπλία του είχε γίνει πιο βαριά από πρώτα. Έφτασε στη γκρεμισμένη πύλη παραπατώντας ανάμεσα σε εχθρικά και φιλικά πτώματα, η μάχη δεν είχε τελειώσει, όμως ο αέρας γέμιζε με έναν ήχο που δε θα έπρεπε να υπάρχει! Η σκέψη που μέρες τώρα απευχόταν μόλις είχε αποκτήσει σάρκα, οστά και όνομα...Πάρθοι!

Στον ορίζοντα της Μεσοποτάμιας κοιλάδας είχε πια ξεκάθαρα αρχίσει να διαφαίνεται ένα νέο για τα δεδομένα της ημέρας στράτευμα. Ο Κράσος δεν ανησύχησε στιγμή: άλλωστε η Ρωμαϊκή φάλαγγα έχει αποδειχθεί ανίκητη ενάντια στους Ασιατικούς πληθυσμούς, ενώ το στράτευμά του ήταν ευέλικτο και ταχύτερο από κάθε άλλο. Διέταξε αμέσως τη μεταβολή των λεγεώνων και την παράταξή τους σε θέση μάχης. Επιθεώρησε γοργά την πρώτη γραμμή πάνω στο κάτασπρο Αραβικό του άλογο και μακάρισε την αριθμητική υπεροχή του στρατεύματός του έναντι του αντιπάλου του. Όταν σώθηκε ο θαυμασμός του, έστρεψε στιγμιαία το βλέμμα του στο εχθρικό ιππικό που τον πλησίαζε, ακούγοντας σχεδόν αδιάφορα το σύνθημα του εχθρικού κέρατος ολοένα και πιο δυνατά. Χαμένος στον ενθουσιασμό του γύρισε την πλάτη του στον εχθρό ατενίζοντας τη φλεγόμενη Καρράε: ο «Δρόμος»...η νίκη...η δόξα...ο θρόνος...τα ροδοπέταλα...

Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, μέσα από τα τείχη, ο Κάσιος ακόμα χτυπούσε αδέξια τους επιτιθεμένους χωρικούς που τον εμπόδιζαν από το να δει καθαρά τι συνέβαινε στην κοιλάδα. Τι παράξενο στράτευμα! Ιππείς με ελαφριές πανοπλίες και τόξα! Χωρίς ξίφη ή δόρατα! Μόνο άλογα και τόξα! Εν τω μεταξύ η Καρράε δεν είχε κατακτηθεί ακόμα, οι οχυρωμένοι στο ναό προκαλούσαν δολιοφθορές και οπλίτες ξετρύπωναν από γήινα λαγούμια...Αυτή η πόλη είναι κούφια! Κατάρα!

Ο Σουρένα ο Πάρθος διέταξε το ιππικό του να παραταχθεί ακίνητο απέναντι από το Ρωμαϊκό στράτευμα. Δέκα χιλιάδες ελαφρά οπλισμένοι τοξότες ιππείς απέναντι σε πέντε Ρωμαϊκές λεγεώνες: η αριθμητική σύγκριση ήταν σχεδόν αστεία! Ο Κράσος ζήτησε αμέσως να σημάνει επίθεση και οι οπλίτες του κινήθηκαν γοργά προς τους Πάρθους ιππείς. Ο Σουρένα διέταξε το κεντρικό μέτωπο να ανοίξει και τους ιππείς του να κυκλώσουν τις λεγεώνες χτυπώντας ασταμάτητα με βέλη. Ο Κράσος χαμογέλασε ειρωνικά: Δεν έχεις δα τόσα βέλη! Ο ουρανός καλύφθηκε από ξύλινα ιπτάμενα συμβόλαια θανάτου, οι Ρωμαίοι καλύπτονταν περιστασιακά από τις αδιαπέραστες ασπίδες τους, ο ήλιος χαμήλωνε, το μεσημέρι βρισκόταν στο μέσο του, η Καρράε δεν ήταν ακόμα Ρωμαϊκή κι ο Σουρένα δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη: ένα καινούριο σύνθημα διαπέρασε τον αέρα της κοιλάδας κι ένα νέο στράτευμα χιλίων βαριά οπλισμένων Πάρθων ιππέων επιτέθηκε στο κέντρο της Ρωμαϊκής συστάδας.

Ο Κράσος καταβλήθηκε από ενθουσιασμό: Όσο περισσότεροι Πάρθοι, τόσο μεγαλύτερη νίκη! Μ' ένα νεύμα του χεριού του έξι χιλιάδες Ρωμαίοι αποσχίστηκαν από τον αμυντικό πυρήνα υπό τις διαταγές του γιου του, Πούβλιου, και ρίχτηκαν στη μάχη ενάντια στους βαριά οπλισμένους Πάρθους ιππείς. Ψύχραιμος ο Σουρένα διέταξε την υποχώρηση των τελευταίων, την ώρα που ο Ρωμαίος αρχιστράτηγος ονειρευόταν...Καίσαρ Κράσος! Χρειάστηκαν μόνο λίγα λεπτά για να τον προσγειώσει η πραγματικότητα...Παγίδα!

Ο Πούβλιος, όμως, δεν είχε την ίδια άποψη: ήταν άλλωστε η ιδανική ευκαιρία για ‘κείνον να αποδείξει σε όσους δυσπιστούσαν πως δεν ήταν απλά ο γιος του Κράσου, μα μια εξέχουσα στρατιωτική προσωπικότητα που άξιζε την αρχιστρατηγία των Ρωμαϊκών λεγεώνων! Τυφλωμένος από τη δίνη του εγωισμού και της αλαζονείας του ούτε που γύρισε να κοιτάξει το σήμα κινδύνου που του έκαναν οι σημαιοφόροι του αρχιστράτηγου...Κόκκινες σημαίες...όπως τα ροδοπέταλα...

Το βαριά οπλισμένο ιππικό των Πάρθων μόλις είχε καταφέρει να απομακρύνει από κάθε μορφή στρατιωτικής υποστήριξης μια Ρωμαϊκή λεγεώνα, οδηγώντας την κατ' ευθείαν στις αδηφάγες λόγχες δέκα χιλιάδων βαρέων ιππέων, προσεκτικά κρυμμένων σε αναχώματα και λοφίσκους, την ώρα που το υπόλοιπο Ρωμαϊκό στράτευμα ήταν ήδη περικυκλωμένο και βαλλόταν διαρκώς από ακατάπαυστα θανατηφόρα Παρθικά πυρά. Σε λίγα λεπτά η κοιλάδα είχε καλυφθεί από Ρωμαϊκά πτώματα, ενώ βαριά οπλισμένοι Πάρθοι ιππείς εμφανίζονταν από διάφορες μεριές αιφνιδιάζοντας κάθε αμυντική προσπάθεια. Αυτό το μεσημέρι η κοιλάδα της Καρράε αντηχούσε δυνατότερα από την ίδια την πόλη...

Το απόγευμα βρήκε τον Κάσιο να έχει επιτύχει να πατάξει τους ταραξίες της Καρράε. Ο Ρωμαίος στρατηγός είχε δώσει τη δική του μάχη κι είχε νικήσει, όμως ένα βλέμμα προς τα έξω αρκούσε για να τον πείσει πως δεν είχε κερδίσει τον πόλεμο. Συγκέντρωσε τη φθαρμένη λεγεώνα και τους επιβλητικούς ελέφαντές του και τα οδήγησε με αργά βήματα έξω από την πόλη προς το μέσο της κοιλάδας, όχι όμως για μάχη. Υπό τους ήχους ενός υποτονικού τυμπανισμού, οδηγούμενος από μια λευκή μεταξωτή σημαία, προσπέρασε το παλουκωμένο κεφάλι του Πούβλιου και το κατακρεουργημένο ακέφαλο σώμα του Κράσου, παρέδωσε τους ελέφαντες στο Σουρένα, συγκέντρωσε τα απομεινάρια των Ρωμαίων αιχμαλώτων και αποχώρησε από την «καταραμένη» για την αυτοκρατορία κοιλάδα της Καρράε, με προορισμό τη Συρία: αυτή ανήκε ακόμα στον Καίσαρα!

Οι Ρωμαίοι είχαν για μια ακόμα φορά απωθηθεί, η Σελεύκεια ήταν ασφαλής, το ίδιο και ο εμπορικός δρόμος του μεταξιού της Καρράε. Ο Σουρένα επέστρεψε τροπαιούχος στη Σελεύκεια και ενθουσιωδώς ζήτησε να δει τον Πάρθο βασιλιά Ηρώδη το Β', στον οποίο και παρέδωσε το κεφάλι του Κράσου απολαμβάνοντας τιμές ήρωα για την τεράστια νίκη του και την απαράμιλλη στρατηγική του, σε μία ολονύχτια γιορτή όπου έκλεισε με τις Βάκχες του Ευριπίδη...

* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * 

«...Ευριπίδη...»

Το όνομα αυτό αντηχούσε παράξενα στ' αυτιά του...

«...Ευριπίδη...»

Ξαπλωμένο σε μια Μακεδονική κλίνη ένα κοντόσωμο γεροντάκι στριφογυρνούσε ανήσυχα στον ύπνο του...

«...Ευριπίδη...»

Ποιος καλεί;

Άνοιξε απότομα τα μάτια του, άγγιξε το πρόσωπό του, το μέτωπό του έσταζε από τον ιδρώτα, το ταβάνι του φαινόταν υπερβολικά λευκό: ήταν απόγευμα στην κοιλάδα της Μεσοποταμίας μα τώρα είχε φως! Τι παράξενο! 

Με αργές κινήσεις, ανασηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω. Το δωμάτιο καθόλου δε θύμιζε τα πέτρινα τετράγωνα σπίτια της Καρράε. Πλησίασε αργά στο παράθυρο, στηριζόμενος στα έπιπλα και τους τοίχους, κοίταξε τη θέα έξω...Μα φυσικά...η αυλή του Αρχέλαου! Ακόμα δεν είχε ξημερώσει πλήρως, η αυλή ήταν σχεδόν άδεια. Μόνη ζωντανή παρουσία η βασιλική φρουρά. Μα, ποια είναι αλήθεια αυτή η...Καρράε;

Αποκαμωμένος από την ένταση του εφιάλτη του, ο εβδομηνταπεντάχρονος Ευριπίδης επέστρεψε ξανά στην πολυτελή του κλίνη, ευγενική χορηγία του Μακεδόνα βασιλιά.

Κάποτε θα καταλάβουν την αξία μου! Κάποτε θα πάψουν να με κρίνουν κακόβουλα! Κάποτε θα συγγράψω μια τραγωδία τόσο σπουδαία, που ένας κραταιός βασιλιάς θα την παρουσιάσει σε μια γιορτή της αυλής του, μετά από μια μεγάλη νίκη...

Και στη σκέψη της προσωπικής του δικαίωσης, αποκοιμήθηκε... 

Εισαγωγή: Atrelegis (190 λέξεις)
0 comments

Montgisard, 1177μ.Χ.

Ήταν με τους νικητές κι ας είχε λιώσει τις σόλες από τα δερμάτινα σανδάλια του η καυτή άμμος. Είχε συμβάλει σ' αυτή τη σπουδαία νίκη, με δέρμα καμένο από τον ήλιο και χέρια χαρακωμένα από εχθρικά μέταλλα. Ένιωθε ακόμα μια φορά υπερήφανος που άνηκε στο Τάγμα κι ας μη μπορούσε να εκφράσει τη χαρά του: το στόμα του είχε στεγνώσει...«Νερό!»

Ξαπλωμένος ανάσκελα ανάμεσα σε άψυχα σώματα σπαρμένα ανάκατα στην κοιλάδα της ανίερης πόλης, ανέμενε καρτερικά την απόφαση ανάμεσα σε γη και ουρανό. Δύο αφέντες είχε και τους υπηρέτησε στωικά και με ζήλο: το Θεό και το Ιερό Τάγμα. Κάποιος από τους δύο θα τον διεκδικούσε στο τέλος και το τέλος αυτής της μάχης είχε επιτέλους φτάσει.

Στην κοιλάδα του Montgisard μόλις πριν λίγες ώρες είχαν συναντηθεί δύο πολιτισμοί, δύο συμφέροντα, δύο ηγέτες και μερικές χιλιάδες στρατιωτών. Εκλεκτός είναι αυτός που ακολουθεί τη Θεία εντολή και νικητής αυτός που την υπερασπίζει. Κι ο Σέλιν την είχε υπερασπίσει με τον τρόπο που αρμόζει σε ένα μέλος του Τάγματος.

Έλαμπε κάτω από τον Ασιατικό ήλιο μέσα στην αστραφτερή στολή του, στο ξεκίνημα της εκστρατείας. Οι γυναίκες της πόλης έστρωναν ροδοπέταλα για να περάσει η στρατιά του, χαρίζοντάς του χαμόγελα ελπίδας. Τώρα από αυτή τη στολή δεν είχε μείνει παρά μια ραγισμένη ασπίδα και μια ρημαγμένη πανοπλία. Κι όμως περίμενε, με μάτια ορθάνοιχτα και σφαλισμένα χείλη να θυμηθούν την ύπαρξή του και να τον αναζητήσουν ανάμεσα στους τραυματίες, γιατί είχε νικήσει!

Εξαντλημένος από την ένταση της μάχης, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει αφεθεί στα απαλά χέρια του Μορφέα. Άλλωστε είχε εκτελέσει το χρέος του στο ακέραιο και είχε κερδίσει την πολυπόθητη ξεκούραση. Όμως ο πόνος διώχνει τα όνειρα και προσγειώνει τους ονειροπόλους στην πραγματικότητα: αν ήθελε να ζήσει έπρεπε να κρατηθεί ξύπνιος.

Όταν ο ήλιος πλησιάζει προς το δύση ο ουρανός της ερήμου φωτίζεται από τα χρώματα της ίριδας, όπως και η Ιερουσαλήμ είχε φωτιστεί από τις πολύχρωμες σημαίες της εκστρατείας, λίγες εβδομάδες πριν. Ανυπομονούσε να δει ξανά την ιερή πόλη, να προσευχηθεί στο Γολγοθά της, να αναζητήσει τους καλούς του φίλους, τους άξιους συνοδοιπόρους στη νίκη της Χριστιανοσύνης και να θρηνήσει όσους χάθηκαν στο δρόμο προς την πανανθρώπινη λύτρωση. Κι αλήθεια, ήταν τόσοι πολλοί: Φίλοι και συναγωνιστές που δέχθηκαν εχθρικά πυρά, ημίθεοι Ναΐτες που ράγισαν κάτω από τα χτυπημένα Αραβικά άλογά τους, στρατιώτες που δεν άντεξαν τη ζέστη και τις κακουχίες, άνδρες που πολέμησαν τον εχθρό με την τελευταία τους πνοή γιατί είχαν ένα στόχο, άνθρωποι που ανήκαν σε ένα στρατό που τον δημιούργησε ένας ολοκληρωμένος Θεός για να τον διαφεντεύουν ημιτελείς πολιτικές προσωπικότητες.

Άνθρωποι όμως καλλιεργούσαν και την άνυδρη γη της επικράτειας, κατασκεύαζαν τα σπίτια τους στην καυτή άμμο, έψαχναν για οάσεις στην ατέρμονη έρημο και διαφύλατταν τα μυστικά της ιερής τους θρησκείας. Άνθρωποι ήταν που στην Ιερουσαλήμ έτρωγαν στο ίδιο τραπέζι με Σαρακηνούς και Αιγυπτίους. Κι αυτοί οι άνθρωποι δέχονταν την πολυεθνή φύση της πόλης, φτάνει ο καθένας να είχε καθορίσει τη σφαίρα επιρροής της ζωής του και να μη επενέβαινε σε ξένες υποθέσεις. Άνθρωποι άραγε δεν ήταν και οι ακόλουθοι του Σαλαδινού;

Το αντίπαλο στράτευμα είχε πολεμήσει γενναία. Κάτω από τη σκιά του Μουσουλμανικού οράματος της κατάκτησης της Ιερής πόλης, είκοσι έξι χιλιάδες μαυρισμένες καρδιές πάλλονταν στο άκουσμα του συνθήματος επίθεσης. Είκοσι έξι χιλιάδες ψυχές είχαν σκοπό της ζωής τους το προσκύνημα στο Τέμενος του Προφήτη. Αυτοί οι άνθρωποι δεν τα κατάφεραν σήμερα στο Μόντγισαρντ. Οι περισσότεροι από αυτούς συνάντησαν τον Προφήτη τους πριν προλάβουν να προσευχηθούν στο όνομά Του, ενώ όσοι γλίτωσαν υποχώρησαν προς τη χερσόνησο του Σινά προς αναζήτηση μιας εύθραυστης συνθηκολόγησης με τον Βαλδουίνο τον IV, που θα διαλυόταν, νικηφόρα πια γι' αυτούς, έξι χρόνια μετά.

Τότε ήταν που θυμήθηκε εκείνη τη λευκή παραδεισένια φιγούρα της μητέρας του. Τη γλυκιά ηρεμία της φωνής της, τη ζεστασιά της αγκαλιάς της, τη σοφία του λόγου της. Ήταν η θλίψη της απώλειάς της που τον οδήγησε στην αναζήτηση της λύτρωσης μέσα από το Τάγμα και η βαθιά της πίστη που τον συνόδευε στην υλοποίηση της Θείας εντολής.

Εκείνη, όμως, ήταν που του θύμιζε πως οι άνθρωποι πολεμούσαν τους ανθρώπους γιατί η ιδιοκτησία είναι το ισχυρότερο έννομο συμφέρον και πως το ανικανοποίητο της πνευματικής αναζήτησης δίνει το έναυσμα για την απόκτησή της. Πίσω από τις σεβάσμιες παπικές ανακηρύξεις και τις αναγνωριστικές βασιλικές εκστρατείες διέβλεπε μια εξαιρετικά καμουφλαρισμένη, αχόρταγη και αθεράπευτη ανάγκη της Δύσης για εξάπλωση στην Ανατολή, εις βάρος γειτονικών πληθυσμών. Εξάπλωση ως τα βάθη της Ασίας αφανίζοντας και υποδουλώνοντας σκέψεις και σώματα. Αλλοιώνοντας συνειδήσεις...«Αλλοίωση, τι φρικτή έννοια!»

Ο Σέλιν ο ακόλουθος του Ιερού τάγματος είχε νικήσει στη μάχη. Όμως δεν ένιωθε πια νικητής. Γιατί νικητής είναι εκείνος που υπερασπίζει τη Θεία εντολή και τίποτα Θείο δεν υπάρχει μέσα στην ανθρώπινη λύσσα για εξουσία. Κι όπως τα χρώματα της ίριδας έσβηναν από τον ουρανό της ανίερης κοιλάδας και η μέρα άφηνε διακριτικά τη σκυτάλη στην παγερή νύχτα της ερήμου, ένας ακόμα άνθρωπος ερχόταν σε επαφή με το Δημιουργό Του, την ίδια εποχή που στην άλλη άκρη της Ευρώπης ο Λεοπόλδος ο V αποκτούσε τη δύναμη που θα του επέτρεπε δέκα χρόνια αργότερα να συνεχίσει το ασεβές έργο του χρησιμοποιώντας ένα σεβαστό Ιπποτικό τάγμα.
0 comments

Τζαν

Αν ζούσε στην Αρχαία Ελλάδα, με λίγη τύχη και αρκετό κόπο ίσως και να είχε κερδίσει την πολυπόθητη για την εποχή υστεροφημία. Όμως, στην περίπτωσή του, το «Τζαν» αποφάσισε να αυτοσχεδιάσει. Έτσι, τον τοποθέτησε ευσπλαχνικά σ' ένα ισόγειο στο Παγκράτι, με λίγο φως και πολλή ησυχία, σε καιρούς που η φήμη κάνει τόσο κακό όσο και το χρήμα, αν δεν ξέρεις τα μυστικά της σωστής διαχείρισης.

«Το όνομά του ήταν ψιλά γράμματα που έφταναν για τη μισή γραμμή της αριστερής στήλης της μιας πλευράς ενός από τα 800 φύλλα του τηλεφωνικού καταλόγου. Όταν όμως συγκεντρωνόταν στα όνειρά του, κατέληγε πάντα στο συμπέρασμα πως με πρόχειρους υπολογισμούς δε θα του έφτανε μια ζωή για να τα δει να πραγματοποιούνται. Πολύ λίγος χρόνος για τόσα πολλά πράγματα, εκτός κι αν το Τζαν - στην τόση ευσπλαχνία του - έκανε μία ακόμα καλή πράξη να τον πιστώσει με το αναγκαίο χρονικό περιθώριο».

Δεν ήταν πάντα μόνος. Υπήρχαν περίοδοι που περιστοιχιζόταν από διάφορες παρέες. Αστείες παρέες και φασαριόζες παρέες από μοντέρνες γυναίκες και σοφιστικέ άνδρες, που όμως όσο το καλοκαίρι συμμάζευε τα πολύβουα μπιχλιμπίδια του αρχίζοντας την κάθοδο προς το άλλο ημισφαίριο, τόσο περισσότερο γλιστρούσαν απ' τα χέρια του κι εκείνος, απλά, ποτέ δεν έκλεισε τη χούφτα του να συγκρατήσει τα απομεινάρια. Άλλωστε, σε ποιόν αρέσουν τα απομεινάρια...

«Συχνά σκεφτόταν πως ζούμε στον αιώνα της αέναης μεταστροφής των ανθρώπινων αναγκών, με την ταχύτητα που αλλάζουν οι σηματοδότες από το πράσινο στο πορτοκαλί και τελικά στο κόκκινο. Έτσι, του αρκούσε να δικαιολογεί τη μοναξιά του με τα φροϋδικά κριτήρια της ανθρώπινης στενοκεφαλιάς, που ψάχνει τη λύση στο πρόβλημα που ταλανίζει τον εσωτερικό του κόσμο εξωτερικεύοντάς το σε λάθος τόπο και χρόνο και ακατάλληλους ανθρώπους».

Δεν ήταν ο άνθρωπος που έφταιγε. Γιατί για να φταις πρέπει να έχεις πράξει. Κι εκείνος τρόμαζε τόσο στη σκέψη της διατάραξης της συμπαντικής αρμονίας - το λένε οι ειδικοί πως κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα έχει σημαντικές επιδράσεις στον περιβάλλοντα χώρο - που αποφάσισε πως ο μόνος τρόπος να τα έχει καλά με τη γήινη συνείδησή του είναι να περιορίσει τον εαυτό του στη διαδρομή γραφείο - πολυθρόνα, με σύντομες στάσεις στα ενδιάμεσα σημεία. Βέβαια, οι ειδικοί αναφέρονταν στο τσιγάρο που με την πρώτη ευκαιρία έλιωνε με μανία στο πεζοδρόμιο, όμως αυτό προς το παρόν είναι έξω από τα όρια της αντίληψής του. Έτσι, πίσω από την απάθεια, κρατούσε καλά κρυμμένο το μυστικό της επιτυχημένης συνταγής με γενικό τίτλο «Πώς να γίνεις ευτυχισμένος με το τίποτα και άλλες διατάξεις».

«Η ζωή του δεν άξιζε να γίνει βιβλίο: ποιος να εκδώσει την ιστορία ενός ανθρώπου που δεν κάνει παρά μοναχικές οικόσιτες διαδρομές σε ένα σπίτι που δεν είναι κατοικίδιο και σε μια εποχή που όλοι προσπαθούν να κάνουν τα πάντα για ν' αρπάξουν την ευτυχία από τα μαλλιά; Αυτός ήταν ο λόγος που οι ζωές των άλλων είχαν για εκείνον περισσότερο ενδιαφέρον!»

Δε ζούσε πάντα έτσι. Κάποτε ακολουθούσε πιστά τα χνάρια μιας συμβατικής ζωής δίπλα σε αναμαλλιασμένες γυναίκες καθισμένες σε σκουριασμένες στάσεις λεωφορείων και όρθιους γυαλιστερούς δερμάτινους χαρτοφύλακες σε βαγόνια του μετρό. Και παρ' ότι οι σκουριασμένες στάσεις ακόμα περιμένουν τις αναμαλλιασμένες γυναίκες και τα βαγόνια του μετρό δε θα ήταν ποτέ πια τα ίδια χωρίς τους όρθιους χαρτοφύλακες, εκείνος απέσυρε μια μέρα νωχελικά τα όνειρά του από την πανανθρώπινη πραγματικότητα, διατηρώντας τα εσώκλειστα στο ισόγειο του μυαλού του και αποτυπώνοντας στο χαρτί εικόνες από τη ζωή στον έξω κόσμο.

«Συχνά ένιωθε σκιές του παρελθόντος και μελλοντικές ελπίδες να ξεπετάγονται ανάκατες μέσα από τα γραπτά του, να τριγυρίζουν γύρω από το γραφείο, να πειράζουν το Mon Blanc του, να ψαχουλεύουν τα χαρτιά του, να βουίζουν στο μυαλό του, να τον κοιτούν απορημένα, σχεδόν χαμένα, να του ζητούν χωρίς να μιλούν, να αναγκάζουν χωρίς να απαιτούν».

Δε μιλούσε πολύ. Λίγο και μόνο αν υπήρχε σοβαρός λόγος. Συχνά χανόταν σε ψεύτικα εκφραστικά διλήμματα και θυσίαζε το λυρισμό του στην προσπάθεια να δημιουργήσει κάτι που θα του εξασφαλίσει δέκα λεπτά παραπάνω στο γραφείο του εκδότη, πριν του επιστραφεί. Λίγα λεπτά αναμονής...η εγχείριση είχε πετύχει μα ο ασθενής χρειαζόταν ρετουσάρισμα! Κι αυτό το γραφείο...τι παράξενο...ποτέ δεν είχε σκόνη!

«Κάπου ανάμεσα στα υπό κατασκευή νοήματα του κεφαλαίου τρία, το φλιτζάνι γέμιζε μαγικά και η κρύα πορσελάνη συναντούσε καυτές τις φυσαλίδες του καφέ, σ' ένα τρικ που τελείωνε μόνο μέχρις ότου η στάθμη φτάσει στα όρια του δοχείου: χιλιοστό παρακάτω!»

Δεν αποκαρδιωνόταν από τις επαναλήψεις, θα συνέχιζε πάση θυσία την ιερή σταυροφορία που ο ίδιος επέλεξε να ακολουθεί. Μια προσπάθεια που θα σταματούσε την ημέρα που η ιστορία του γερασμένου ανθρώπου που ζούσε μόνος στο σπίτι του, θα άλλαζε τη ζωή του γερασμένου ανθρώπου που ένιωθε μόνος στο σπίτι του. Κι όλα αυτά κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του «Τζαν»...που οι ειδικοί αποκαλούν απλώς...υπερπροστατευτική μητέρα!
0 comments

Εισαγωγή: Danny D. Duck

Η ιδέα ξεκίνησε κοιτώντας τα κατάμαυρα μάτια του Danny.

Μερικοί απορούν και γελούν μαζί μου επειδή αναφέρω το Danny τόσο συχνά που γίνεται πιθανότατα κουραστικό. Όσοι δεν έχουν ιδέα περί του παιδικού μου φίλου και ακούν το όνομά του για πρώτη φορά, πιστεύουν πως είναι κάποιος έμβιος εκπρόσωπος της οικογένειας των Νησσίδων (Anatidae). Όσοι ενοχληθούν από την επαναληψιμότητα τον αποκαλούν απλά ένα "λούτρινο". Η αλήθεια, όμως, είναι πως ο Danny είναι περισσότερο από ένα κατοικίδιο ή ένα λούτρινο παπάκι.


Ο πάπιος μου είναι ένα τρισδιάστατο υπόμνημα που επαναφέρει στο μυαλό μου το λόγο ύπαρξης του ταξιδιού μου. Η πίστη στην αθωότητα και την απλότητα. Η ειλικρινής και ήρεμη ένδειξη της άρνησης συμβιβασμού με οποιοδήποτε κατεστημένο και η διαρκής αναζήτηση της διεξόδου από τη γκρίζα πραγματικότητα στην οποία ένιωσα να υποβάλλομαι ασυναίσθητα.


Γιατί, αν συνειδητοποιήσεις πως μεγάλωσες ξαφνικά και δεν έχεις καταφέρει να αφήσεις κάτι πίσω που να θυμίζει πως κάποτε ονειρεύτηκες αυτό το μεγάλο ταξίδι (στα Κύθηρα;), τότε σε τι μπορείς να ελπίζεις;


Αν το παρελθόν δε μπορεί να σου δώσει τη δύναμη που χρειάζεσαι για να αλλάξεις το παρόν και να ονειρευτείς το μέλλον, τότε πώς να βρεις που στοχεύεις και να προσπαθήσεις να το φτάσεις;


Ο Danny είναι πολύ παραπάνω από ένα απλό λούτρινο. Είναι η θύμιση της μεγάλης υπόσχεσης στον εαυτό μου. Να μην αφήσω το ταξίδι και να βρω τον προορισμό μου με οποιοδήποτε τρόπο και κόστος...


Ιδού λοιπόν ο παιδικός μου φίλος, ο αγαπημένος μου πάπιος, κατά κόσμον Danny D. Duck...


Εδώ αρχίζουν όλες οι περιπλανήσεις, έτσι ξεκινάει ένα μεγάλο παραμύθι χωρίς συγκεκριμένο προορισμό...
Δευτέρα 8 Αυγούστου 2005 4 comments

Να'μαι πάλι στην αρχή...

Το πρώτο μου Blog λοιπόν!

Κάπως έτσι ξεκινά το παραμύθι χωρίς προφανές τέλος.

Από αυτό το σημείο και μετά, οι σκέψεις χάνονται στα αέρινα μονοπάτια τους και κανείς δε γνωρίζει το σημείο κατάληξης. Γιατί είναι ένα ταξίδι παράξενο και απρόβλεπτο, με πρωταρχικό σκοπό την κατανόηση του προορισμού. Γιατί, μη γνωρίζοντας το στόχο, τίποτε δε μπορεί να οργανωθεί και κανένα σχέδιο δε μπορεί να επιτύχει.

Τώρα ξεκινούν όλα, μόλις φτάσαμε στην αρχή!

Καλό ταξίδι, λοιπόν...